Η έντονη αντιπαράθεση που είχε ανακύψει υπό το καθεστώς ισχύος του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα κυρίως ανάμεσα στην νομολογία και την θεωρία αναφορικά με το εφαρμοστικό πεδίο του άρθρου 85 ΠΚ οδήγησε τον νομοθέτη στην αντικατάστασή του στον νέο Ποινικό Κώδικα. Στην νέα μορφή του άρθρου 85 ΠΚ υιοθετήθηκε το σύστημα της “μερικής περαιτέρω ελάττωσης” του ήδη μειωμένου πλαισίου ποινής (ή της μεταβολής, επί το ηπιότερον, του είδους της ποινής) όταν συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης. Μια απροσδόκητη νομολογιακή εξέλιξη λίγο πριν από την εκπνοή της ισχύος του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα παρέχει αφορμή για την ανάδειξη των προβλημάτων ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 85 ΠΚ στην διαχρονική του εξέλιξη.
Από το πλήθος των υποχρεώσεων που υπέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα κατά τη διάθεση σύνθετων ομολογιών, στην παρούσα μελέτη εξετάζονται εκείνες οι υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποτροπή της διάθεσης τέτοιων σύνθετων ομολογιών σε πελάτες των οποίων το επενδυτικό προφίλ δεν είναι συμβατό με πολύπλοκα στη σύλληψή τους επενδυτικά προϊόντα (mis-selling).
Το άρθρο 14 του Κανονισμού Ρώμη Ι δεν προσδιορίζει (ούτε ευθέως ούτε αναλογικά εφαρμοζόμενο) το δίκαιο βάσει του οποίου κρίνεται η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις επίκλησης της εκχώρησης έναντι τρίτων σε περίπτωση πολλαπλών διασυνοριακών εκχωρήσεων της ίδιας απαίτησης σε διαδοχικούς εκδοχείς.
Στην δημοσιευόμενη μελέτη επιχειρείται να προσδιορισθεί η έννοια του κριτηρίου της “ίδιας πράξης” κατά την εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem” σε ευρωενωσιακό επίπεδο. Προς τον σκοπό αυτόν εξετάζεται η θεωρητική βάση της αρχής “ne bis in idem”, η οποία όμως δεν εντοπίζεται, όπως παγίως γίνεται δεκτό, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και την υπερίσχυση αυτής έναντι της αρχής της ουσιαστικής δικαιοσύνης, αλλά προκύπτει ορθότερα μέσα από την δογματική των ατομικών δικαιωμάτων. Η οπτική αυτή, πέραν του ότι αναδεικνύει την ατομική-υποκειμενική φύση και λειτουργία της αρχής “ne bis in idem” τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνικό επίπεδο, δύναται παράλληλα να οδηγήσει στην διατύπωση συγκεκριμένων συμπερασμάτων ως προς τα επιμέρους στοιχεία της αρχής, εν προκειμένω ως προς το κριτήριο του “idem”. Τα συμπεράσματα δε που προκύπτουν επιχειρείται να αξιοποιηθούν προκειμένου να αποσαφηνιστεί έτι περαιτέρω ο τρόπος με τον οποίον οριοθετεί το ΔΕΕ την έννοια του “idem” κατά την ερμηνεία των άρθρων 54 ΣΕΣΣ και 50 ΧΘΔΕΕ.
Σε περίπτωση καταγγελίας για σπουδαίο λόγο σύμβασης μίσθωσης πράγματος, το περιεχόμενο του σπουδαίου λόγου πρέπει να προσδιορίζεται στενά, διότι ήδη ο νόμος έχει θεσπίσει μεγάλο αριθμό ειδικών λόγων καταγγελίας που ικανοποιούν ευρέως τα συμφέροντα των μερών.
Σύμφωνα με πρόσφατες οικονομικές μελέτες σε επιχειρηματικούς κλάδους υψηλής συγκέντρωσης των ΗΠΑ, η συμμετοχή κοινών επενδυτών, κυρίως θεσμικών, στο κεφάλαιο εταιριών που δραστηριοποιούνται στην ίδια σχετική αγορά, έχει ως συνέπεια τη χαλάρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Στην παρούσα μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι ο έλεγχος κοινών συμμετοχών δεν είναι εύλογο να εξαρτάται από την ομόφωνη αποδοχή των πορισμάτων των οικονομικών μελετών επί των συνεπειών των κοινών συμμετοχών στον ανταγωνισμό, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με άρνηση οποιασδήποτε παρέμβασης. Δεδομένου ότι το ισχύον ενωσιακό δίκαιο δεν παρέχει ικανοποιητικές λύσεις, προτείνονται προς συζήτηση μέτρα που προστατεύουν τον ανταγωνισμό χωρίς να θίγουν ουσιωδώς την ελευθερία επενδυτικών επιλογών.