Το άρθρο 205 ΚΙΝΔ κατατάσσει τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις τάξεις, εκάστη των οποίων προηγείται των επομένων. Για την ενεργοποίηση του ναυτικού προνομίου της δεύτερης τάξης του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, σε ό,τι αφορά στα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του πλοίου, λαμβάνεται υπόψη ο τελευταίος λιμένας στον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της αναγκαστικής κατάσχεσής του.
Αναιρείται εν μέρει, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρ. 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 και 82 παρ. 1-4 και 94-97 ΠΚ και λόγω αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, αφού έγινε δεκτή η αίτηση του καταδικασθέντος για συγχώνευση των επιβληθεισών σε αυτόν με διαφορετικές αποφάσεις ποινών, εν συνεχεία απερρίφθη το αίτημά του για τον καθορισμό κατ’ άρ. 82 παρ. 4 ΠΚ νέας προθεσμίας καταβολής του ποσού της μετατροπής σε δόσεις.
Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή αποδοχών, διότι δεν προσδιορίζεται σε αυτήν ποιες ήσαν οι τακτικές μηνιαίες ή επί άλλης βάσεως υπολογιζόμενες αποδοχές των εργαζομένων, ο τρόπος καθορισμού των παραπάνω αποδοχών, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθούν τα μερικότερα κονδύλια.
Αν η συνέλευση των εταίρων αποφασίσει τη μη έγερση της εταιρικής αγωγής, ή αν δεν λάβει τη σχετική απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ή απαλλάξει τους διαχειριστές από την ευθύνη τους, κάθε εταίρος ή τρίτος δανειστής της εταιρείας δύναται να ασκήσει πλαγιαστικά την εταιρική αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης στην εταιρεία. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο τελών υπό αποκλεισμό εταίρος, μέχρις ότου καταβληθεί σ’ αυτόν η αξία της εταιρικής του μερίδας.
Αν στη ματαίωση του πλειστηριασμού συμφωνούν ο οφειλέτης και ο επισπεύδων την εκτέλεση, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι υποχρεωμένος να μην τον διενεργήσει, εφόσον η σχετική συμφωνία τους προηγείται της διενέργειας του πλειστηριασμού, έχει γνωστοποιηθεί σ’ αυτόν και στους αναγγελθέντες με εκτελεστό τίτλο δανειστές και οι τελευταίοι έχουν γνωστοποιήσει τη συναίνεσή τους.
Παραπέμπεται για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας ο κατηγορούμενος, ο οποίος, αφού συμφώνησε, ως νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρείας, με την εγκαλούσα εταιρεία την μίσθωση και εν συνεχεία την αγορά δεκατεσσάρων οχημάτων έναντι συνολικού τιμήματος 106.300 ευρώ, δεν κατέβαλε το ως άνω ποσό στις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, όταν δε η εγκαλούσα ζήτησε την επιστροφή εντός χρονικού διαστήματος δύο ημερών των δώδεκα εκ των δεκατεσσάρων οχημάτων, ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε τα αυτοκίνητα αλλά τα παρακράτησε χωρίς δικαίωμα, ενσωματώνοντάς τα κατά την υλική τους υπόσταση στην περιουσία του με ταυτόχρονο οριστικό αποκλεισμό του κυρίου (της εγκαλούσας εταιρείας), εξωτερικεύοντας έτσι εμπράκτως την πρόθεσή του να τα ιδιοποιηθεί.
Η μονομερής από τον εργοδότη μείωση της υποσχεθείσας, για την περίπτωση εκούσιας αποχώρησης του μισθωτού από την εργασία, οικονομικής παροχής (αποζημίωσης) αποτελεί τροποποίηση της σχετικής μεταξύ τους συμφωνίας και επομένως παράγει αποτελέσματα μόνο εφόσον την αποδεχθεί, ρητά ή σιωπηρά, ο μισθωτός.