Η εύστοχη εφαρμογή παραδοσιακών θεσμών του Αστικού Κώδικα σε σύγχρονες μορφές συναλλαγής επιβάλλει τη λεπτομερή ανίχνευση της δομής των μελετώμενων συναλλακτικών σχέσεων. Στην εξεταζόμενη περίπτωση η νομική μεταχείριση μιας άτυπης δωρεάς μεταξύ συζύγων για την κάλυψη των υποχρεώσεων του ενός από σύμβαση ανάληψης μετοχών ανώνυμης εταιρείας επιβάλλει την ακριβή οριοθέτηση μεταξύ της σύμβασης ελευθέρωσης (ΑΚ 478) και της αναδοχής χρέους (ΑΚ 471 και 477), του περιεχομένου και της λειτουργίας τους.
Το δικαίωμα του δανειστή να επιλέξει οφειλέτη στο πλαίσιο της παθητικής ενοχής εις ολόκληρον (άρθρο 482 ΑΚ) δεν ασκείται καταχρηστικά εκ μόνου του λόγου ότι ο δανειστής αποφασίζει να μην στραφεί κατά του οικονομικά ισχυρότερου συνοφειλέτη του.
Η νομοθετική παρέμβαση στην αυτόνομη συμβατική ρύθμιση (π.χ. υπό την μορφή μιας προσωρινής αναπροσαρμογής ή αναστολής συγκεκριμένων συμβατικών υποχρεώσεων) είναι συνταγματικά ανεκτή σε περιόδους γενικευμένης αποσταθεροποίησης, όπως η περίοδος έξαρσης της πανδημίας Covid-19.
Δικαίωμα του τουριστικού γραφείου ή του ταξιδιωτικού οργανισμού να προβεί αζημίως σε ακύρωση μέρους ή του συνόλου της κράτησης των ξενοχειακών κλινών γεννάται (σε περίπτωση εγγυημένης ξενοδοχειακής κράτησης) μόνο εφόσον ειδοποιηθεί σχετικώς ο ξενοδόχος τουλάχιστον 21 ημέρες πριν από την άφιξη των πελατών.
Η κατά τα άρθρα 371-373 ΑΚ ηθελημένη «αοριστία της παροχής» μπορεί να αφορά στο περιεχόμενο της οφειλόμενης παροχής ή στον τρόπο, χρόνο και τόπο της εκπλήρωσης. Αοριστία της παροχής, εμπίπτουσα στα άρθρα 371 επ. ΑΚ, υφίσταται όταν η ατέλεια κατά τον προσδιορισμό της παροχής είναι εκούσια και δεν μπορεί να αρθεί διά της ερμηνείας.
Εφόσον η αξίωση προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας έχει παραγραφεί, ο παθών μπορεί να στραφεί κατά του αδικοπραγήσαντος ζητώντας με βάση το άρθρο 938 ΑΚ την απόδοση κάθε ωφέλειας που ο τελευταίος αποκόμισε από την αδικοπραξία (περιελθόν). Ο εναγόμενος σε απόδοση της περιελθούσας ωφέλειας δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του παθόντος-δότη του πλουτισμού την ένσταση του άρθρου 300 ΑΚ.
Ο όρος σύμβασης ισοβίας προσόδου με βάση τον οποίο η οφειλόμενη παροχή εξαρτάται από την εκάστοτε οικονομική κατάσταση του υποχρέου σε καταβολή της προσόδου είναι έγκυρος. Για τον προσδιορισμό της καταβλητέας προσόδου στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.
Η πλήρωση του πραγματικού του άρθρου 939 ΑΚ δεν επιφέρει κατ’ αρχήν ως έννομη συνέπεια την θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης. Εφόσον όμως συντρέχουν περισσότερα ή βαρύτερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούνται κατά τις διατάξεις περί καταδολίευσης δανειστών, όπως η στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης ή η ύπαρξη συμπαιγνίας μεταξύ οφειλέτη και τρίτου-αντισυμβαλλομένου, δεν ισχύει ο ως άνω αποκλεισμός.