Παραγραφή αποζημιωτικής αξίωσης του παθόντος για ζημία απορρέουσα από εξακολουθητική αδικοπραξία. Όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προσβολέα δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, η πενταετής παραγραφή των αξιώσεων του παθόντος δεν αρχίζει (για όλο το εύρος της ζημίας) από τον χρόνο κατά τον οποίο αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη, αλλά από τα μεταγενέστερα επιμέρους χρονικά σημεία κατά τα οποία η επίμεμπτη κατάσταση συνεχίζει να προκαλεί νέα επιβλαβή αποτελέσματα.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται πότε είναι εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη μια ποινική καταδίκη. Είναι γεγονός ότι η αρχή της ηθικής απόδειξης, που κυριαρχεί στην ποινική δίκη, μπορεί να παρασύρει τον δικαστή της ουσίας σε αυθαιρεσίες, αν η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων δεν πειθαρχηθεί με την έλλογη αιτιολόγηση του συμπεράσματος στο οποίο απολήγει. Ως εκ τούτου προηγουμένως ο αναιρετικός έλεγχος πρέπει να εστιαστεί στο αν αναφέρονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα που φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψιν από τον δικαστή της ουσίας, ή τουλάχιστον τα ουσιώδη αποδεικτικά μέσα, ή εν πάση περιπτώσει να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι έχουν εκτιμηθεί όλα, ένα προς ένα, δηλαδή όσα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψιν και αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο. Άλλωστε, όπως ορθά έχει αναφερθεί, σωστή αιτιολογία της ποινικής απόφασης σημαίνει πρωτίστως σωστή αιτιολόγηση της ποινικής απόδειξης. Η μελέτη καταλήγει με την επισήμανση ότι τα ανωτέρω δεν θίγουν ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κρίνουν συχνά, εντός των ορίων των οικείων συνταγματικών κανόνων, ότι προσφορότερο μέσο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος αποτελούν τα μορφώματα και οι τεχνικές του ιδιωτικού δικαίου, λόγω μεγαλύτερης ευελιξίας, αντί για τα κλασικά εργαλεία του δημοσίου δικαίου, όπως είναι η άσκηση δημόσιας εξουσίας, η έκδοση εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών ή η σύναψη διοικητικών συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται, μεταξύ άλλων, και η συμβατική δράση της Διοίκησης μέσω αναθετουσών αρχών οι οποίες αποτελούν ΝΠΙΔ, με συνέπεια οι σχετικές συμβάσεις να είναι ιδιωτικού δικαίου κατά το ελληνικό δίκαιο.
Κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη του κατηγορουμένου για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο (από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, ύψους 396.427,03 ευρώ, που γεννήθηκαν συνεπεία πράξεων λαθρεμπορίας) λόγω δεδικασμένου, καθόσον η πράξη συγκροτείται από τα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που αναφέρονται στην καταλογιστική πράξη του Τελωνείου και απαρτίζουν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία την πράξη λαθρεμπορίας για την οποία έχει καταδικασθεί αμετακλήτως ο κατηγορούμενος.
Το πλοίο δεν μπορεί να αποκτηθεί κατά κυριότητα μέσω πλειστηριασμού, αν ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης δεν είναι κύριος του πλοίου. Τούτο ισχύει ακόμη και αν ο υπερθεματιστής, στον οποίο κατακυρώνεται το πλοίο, πιστεύει δικαιολογημένα ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση είναι κύριος του πλοίου. Η έννομη κατάσταση δεν μεταβάλλεται ούτε αν ο πραγματικός κύριος ασκήσει αγωγή αποζημίωσης λόγω απώλειας του πλοίου κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.
Απορρίπτεται η υπό κρίσιν έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ως αβάσιμη, καθόσον κρίνεται ότι η επιβληθείσα εις βάρος του εφεσιβλήτου ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε μηνών με αναστολή για το αδίκημα της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων (δύο ΤΠΥ μικτής αξίας 70.800 ευρώ έκαστο) παρίσταται ικανή να καταστείλει κατά τρόπο αποτελεσματικό, αποτρεπτικό και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας την αντίστοιχη διοικητική παράβαση που του αποδόθηκε, κατά συνέπεια δε ορθώς ακυρώθηκε η ένδικη πράξη επιβολής προστίμου με την εκκαλούμενη απόφαση.
Σε περίπτωση ολικής καταστροφής του μισθίου, αν η καταστροφή προκλήθηκε από τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, ο εκμισθωτής απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωσή του να διατηρεί κατάλληλο για χρήση το μίσθιο λόγω επιγενόμενης αδυναμίας παροχής, οφείλει όμως στον μισθωτή ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν εξαιτίας της εν λόγω αδυναμίας (περιελθόν). Η αξίωση για την είσπραξη του τιμήματος από πώληση του καταστραφέντος μισθίου ή η αποζημίωση, την οποία υποχρεούται να καταβάλει ο υπαίτιος της καταστροφής (ή η ασφαλιστική εταιρεία) στον εκμισθωτή-κύριο, δεν αποτελούν “περιελθόν”.
Με αφορμή τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρ. 187 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρ. 72 Ν. 4908/2022, δυνάμει των οποίων αποκλείεται η αναστολή κατά τα άρθρα 99 επ. ΠΚ και η μετατροπή κατ’ άρθρ. 104Α ΠΚ της ποινής που επιβάλλεται στον δράστη ο οποίος τελεί έγκλημα, είτε κακούργημα είτε πλημμέλημα, του άρθρ. 187 ΠΚ, καθώς και η αναγνώριση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση κατά της σχετικής καταδικαστικής απόφασης κατ’ άρθρ. 497 ΚΠΔ, στην μελέτη ερευνώνται διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, εξετάζεται η εφαρμογή των δυσμενέστερων, σε σύγκριση με το προϊσχύσαν δίκαιο, διατάξεων που εισάγονται, υπό το πρίσμα της αρχής της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου, ανάλογα με την φύση τους ως ουσιαστικού ή δικονομικού ποινικού Δικαίου, καθώς και η αντίθεση της τελευταίας από αυτές (αποκλεισμός ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης) στο θεμελιώδες αξίωμα του τεκμηρίου αθωότητας.