Σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή ακινήτου που χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη ο τυχόν επιζών σύζυγος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην μίσθωση, έστω και αν δεν είναι κληρονόμος του μισθωτή. Η ως άνω υπεισέλευση αποτελεί ειδική διαδοχή εκ του νόμου και δεν συντελείται στο πλαίσιο κληρονομικής διαδοχής. Γνωστοποίηση στον εκμισθωτή ότι το μίσθιο χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη δεν απαιτείται· αρκεί οι σύζυγοι να συμβιούσαν στην ίδια κατοικία.
Η πρόταση του εγγυητή προς κατάργηση μιας σύμβασης εγγύησης μπορεί να γίνει αποδεκτή από την δανειοδότρια τράπεζα, ακόμη και αν παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την περιέλευση της πρότασης στην τράπεζα. Η δε αποδοχή της πρότασης μπορεί να λάβει χώρα με πράξη βούλησης του καθ’ ύλην αρμοδίου οργάνου της τράπεζας, χωρίς να απαιτείται απεύθυνση συναφούς δήλωσης αποδοχής στον εγγυητή.
Η μελέτη φωτίζει τη σχέση μεταξύ των διατάξεων του άρθρ. 8 του Ν. 1652/1986 για την ξενοδοχειακή σύμβαση και των διατάξεων του κοινού μισθωτικού δικαίου. Επίσης, αναλύει το νομικό πλαίσιο που διέπει τους όρους και τις συνέπειες της καταγγελίας της ξενοδοχειακής σύμβασης εγγυημένης κράτησης για σπουδαίο λόγο, καθώς και την αντιμετώπιση της ελαττωματικότητας των ξενοδοχειακών υπηρεσιών υπό το ισχύον δίκαιο.
Ανέγερση οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής. Νομέας της οικοδομής κατά την διάρκεια της ανέγερσής της παραμένει ο οικοπεδούχος, στο όνομα του οποίου, βάσει της σύμβασης έργου, ασκεί την κατοχή ο εργολάβος. Η νομή μεταβιβάζεται στον εκάστοτε αγοραστή του διαμερίσματος με την κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας (με την σύμπραξη και του οικοπεδούχου).
Σε περίπτωση ολικής καταστροφής του μισθίου, αν η καταστροφή προκλήθηκε από τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, ο εκμισθωτής απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωσή του να διατηρεί κατάλληλο για χρήση το μίσθιο λόγω επιγενόμενης αδυναμίας παροχής, οφείλει όμως στον μισθωτή ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν εξαιτίας της εν λόγω αδυναμίας (περιελθόν). Η αξίωση για την είσπραξη του τιμήματος από πώληση του καταστραφέντος μισθίου ή η αποζημίωση, την οποία υποχρεούται να καταβάλει ο υπαίτιος της καταστροφής (ή η ασφαλιστική εταιρεία) στον εκμισθωτή-κύριο, δεν αποτελούν “περιελθόν”.
Η αξίωση για καταβολή του τιμήματος στον πωλητή γεννιέται με την παράδοση του πράγματος. Αν δεν ορίστηκε χρόνος καταβολής του τιμήματος (όπως π.χ. όταν το τίμημα έχει πιστωθεί χωρίς να έχει οριστεί συγκεκριμένος χρόνος καταβολής του), ο πωλητής δικαιούται να απαιτήσει το τίμημα (αντιπαροχή) ορίζοντας τον χρόνο πληρωμής του κατά δίκαιη κρίση και σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 200, 288, 371).
Σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, αν μαζί με την άσκηση της υπαναχώρησης ζητηθεί και η επιδίκαση εύλογης αποζημίωσης κατά την ΑΚ 387, το δικαστήριο διαθέτει διακριτική ευχέρεια αφενός επιδίκασής της (ή όχι) και αφετέρου προσδιορισμού της έκτασης της αποζημίωσης, η οποία πάντως δεν θα υπερβαίνει την πραγματική ζημία.
Συνήθης είναι η πρακτική πριν από την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης μιας επιχείρησης, ο ενδιαφερόμενος να διεξάγει εκτεταμένο έλεγχό της. Η πρακτική αυτή, η οποία είναι γνωστή με τον αγγλικό όρο “due diligence”, αν και ιδιαίτερα επιβοηθητική για τον αγοραστή, γεννά μια σειρά από ζητήματα αναφορικά με την έκταση της ευθύνης του αντισυμβαλλομένου του.