Η τυχαία ή από παράνομη πράξη τρίτου προκαλούμενη καταστροφή ή απώλεια του εγγράφου της διαθήκης δεν συνιστά ανάκληση και άρα δεν επιδρά στο κύρος αυτής. Αν όμως ο ίδιος ο διαθέτης κατέστρεψε τη διαθήκη, τεκμαίρεται ότι είχε σκοπό να την ανακαλέσει.
Για το ορισμένο του κλητηρίου θεσπίσματος επί συκοφαντικής δυσφημήσεως πρέπει να περιέχονται σε αυτό τα φερόμενα ως ψευδή συγκεκριμένα γεγονότα, χωρίς να απαιτείται η αναγραφή και των αληθών. Δεν αρκεί η αναπαραγωγή απλώς και μόνον ολόκληρου του σχετικού εγγράφου, χωρίς ειδική επισήμανση των ως άνω γεγονότων. Γίνεται δεκτή η ένσταση του κατηγορουμένου και κηρύσσεται η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, διαβιβάζεται δε η δικογραφία στον αρμόδιο Εισαγγελέα για να πράξει τα νόμιμα.
Σύμφωνα με το νέο άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τον Ν. 4335/2015, είναι πλέον δυνατή η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (και η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης) δυνάμει απλώς οριστικής καταψηφιστικής απόφασης, η οποία μάλιστα δεν είναι απαραίτητο να έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή.
Δικαίωμα του πατέρα που αναγνώρισε εκούσια την πατρότητα τέκνου να ζητήσει ακύρωση της δήλωσης αναγνώρισης λόγω ουσιώδους πλάνης του. Το εν λόγω δικαίωμα ακύρωσης της εκούσιας αναγνώρισης με βάση τις γενικές διατάξεις για την πλάνη δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους.
Δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου. Το γεγονός ότι οι αιτούντες δεν αρνήθηκαν να παράσχουν εξηγήσεις, αλλά ανέπτυξαν πλήρως τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην ακυρότητα που επήλθε λόγω παραβίασης του ως άνω δικαιώματός τους. Γίνεται δεκτή η αίτηση των υπόπτων και κηρύσσεται η ακυρότητα της προδικασίας λόγω παραβίασης του δικαιώματος ενημέρωσής τους, αφού από την ανάγνωση των αποδεικτικών επιδόσεως της κλήσης για προκαταρκτική εξέταση των αιτούντων και της εισαγγελικής παραγγελίας για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτει ότι σε αυτά δεν γίνεται αναφορά των επίμαχων νομικών διατάξεων ούτε εξειδικεύονται τα θέματα επί των οποίων οι ύποπτοι καλούνται να δώσουν εξηγήσεις. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση.
Η διάταξη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ δεν εξαλείφει το αξιόποινο της κακουργηματικής απιστίας κατά πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά απλώς θέτει πρόσθετο όρο για την δίωξη της πράξης, συνεπώς δε, ως μη υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος, ούτε προσβάλλει τις αρχές των άρ. 4 παρ. 1, 7 και 20 παρ. 1 αυτού. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων για κακουργηματική απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθησιν με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 (και ήδη των 120.000) ευρώ και για ηθική αυτουργία σε αυτήν, αφού ορθώς εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση.
Ελλείψει αντίθετης πρόβλεψης, η σύμβαση ανάθεσης δημιουργίας διαφημιστικού μηνύματος φέρει τον χαρακτήρα σύμβασης έργου, διεπόμενης από τα άρθρα 681 επ. ΑΚ. Παράλληλα όμως, αν η διαφήμιση συνιστά έργο που παρουσιάζει την απαιτούμενη πρωτοτυπία, θα τυγχάνουν εφαρμογής και οι διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ως προς τους δικηγόρους δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία των άρ. 418 επ. ΚΠΔ ούτε επιτρέπεται η κράτησή τους μετά την σύλληψη, αλλά επιβάλλεται η άμεση προσαγωγή τους στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών σύμφωνα με την ρύθμιση του άρ. 39 παρ. 3 του Ν. 4194/2013. Η κατ’ άρ. 279 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ δυνατότητα του Εισαγγελέως, μόλις ειδοποιηθεί από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, να δώσει εντολή να αφεθεί ελεύθερος ο προσαχθείς δράστης αυτόφωρου πλημμελήματος πρέπει να αξιοποιηθεί, όταν ο συλληφθείς έχει την δικηγορική ιδιότητα.