Εκχώρηση χρηματικής απαίτησης με σκοπό την ικανοποίηση αξίωσης του εκδοχέα έναντι του εκχωρητή που απορρέει από άλλη (διαφορετική από την αιτία της εκχώρησης) ενοχική σχέση. Αν συνάγεται ότι η εκχώρηση συντελέσθηκε αντί καταβολής, επέρχεται απόσβεση και των δύο ενοχικών σχέσεων που συνδέουν εκχωρητή και εκδοχέα. Διαφορετικά, η εκχώρηση ενεργεί χάριν καταβολής, με συνέπεια να αποσβήνεται η ενοχή-αιτία της εκχώρησης, όχι όμως και η αρχική ενοχή.
Όποιος ιδιοποιείται χωρίς σχετικό δικαίωμα τα κινητά πράγματα του κληρονομουμένου που απεβίωσε στην οικία του χωρίς την παρουσία τρίτων, αποστερώντας έτσι τους νόμιμους κληρονόμους από αυτά, διαπράττει υπεξαίρεση. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, αν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση μείζονος εννόμου συμφέροντος τρίτου στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άρσεως του τραπεζικού απορρήτου έναντι των κληρονόμων.
Ελευθέρωση του εγγυητή λόγω παραίτησης του δανειστή από ασφάλειες που είχαν δοθεί αποκλειστικά υπέρ της απαίτησης υπέρ της οποίας έχει δοθεί και η εγγύηση. Ελευθέρωση επέρχεται και σε περίπτωση παραίτησης του δανειστή από το δικαίωμά του για είσπραξη ασφαλίσματος. Η ως άνω παραίτηση μπορεί να συνάγεται από την παράλειψη είσπραξης του ασφαλίσματος λόγω αμέλειας.
Ο ανθρωποκτόνος δόλος διακρίνεται σε προμελετημένο (άρ. 299 παρ. 1 ΠΚ) και απρομελέτητο (άρ. 299 παρ. 2 ΠΚ)· ο τελευταίος συντρέχει, όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Το μέσο της επίθεσης, ο τρόπος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες ενήργησε ο δράστης, τυχόν προηγούμενες ύβρεις και απειλές που είχε εκστομίσει, καθώς και η στάση του δράστη αμέσως μετά την πράξη αποτελούν ικανές ενδείξεις για την κατάφαση του ανθρωποκτόνου δόλου στο πρόσωπο του δράστη. Η αφορμή από την οποία οδηγήθηκε στην πράξη του ο δράστης, ιδίως όταν αυτή είναι ασήμαντη ενόψει της σοβαρότητας της επικείμενης πράξης, η χρονική διάσταση μεταξύ της αφορμής και της πράξης του δράστη, όπως και η στάση του τελευταίου μετά την πράξη αποτελούν ικανές ενδείξεις για την κατάφαση του στοιχείου της ήρεμης ψυχικής κατάστασης στο πρόσωπο του δράστη.
Απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των οφειλόμενων αποδοχών όταν αυτός εύλογα θεωρεί ότι δεν υφίσταται υποχρέωσή του να απασχολεί τον εργαζόμενο. Αυτό συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση που ο εργοδότης στηρίζει την πεποίθησή του σε ανατραπείσες μεταγενέστερα δικαστικές ή διοικητικές αποφάσεις, οι οποίες έκριναν αρχικά ως ανύπαρκτη την επίδικη αναγκαστική εργασιακή σχέση (πρόσληψη ως τέκνο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης).
Οι διαφορές σχετικά με την αναγνώριση της ακυρότητας διαθήκης, και συνακόλουθα την αναγνώριση των κληρονομικών μεριδίων των κληρονόμων που καλούνται εξ αδιαθέτου στην κληρονομία, εμπίπτουν στην εξουσία διάθεσης των διαδίκων και άρα ως προς αυτές πρέπει να διεξαχθεί υποχρεωτικά αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης).
Μέρος των πρακτικών της καταδικαστικής απόφασης δύναται να χαρακτηριστεί ως χωρίο ουσιώδους εγγράφου που χρήζει μετάφρασης, αν η απόφαση παρέπεμψε στο περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης. Με τις διατάξεις σχετικά με το έγκλημα της δωροληψίας και της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα προστατεύονται υπερατομικά έννομα αγαθά ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος και όχι αγαθά σχετικά με την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Για τα εγκλήματα αυτά δεν παρέχεται νόμιμο έρεισμα προς παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας. Η ρύθμιση για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αποσκοπεί στην προστασία υπερατομικών εννόμων αγαθών και αφορά στην απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, με την πράξη της νομιμοποίησης είναι δυνατόν να συμπροσβάλλονται ιδιωτικά έννομα αγαθά, και δη του αμέσως ζημιωθέντος από το βασικό έγκλημα, αν η αρχική προσβολή με το βασικό έγκλημα εμβαθύνεται με την μετέπειτα πράξη της νομιμοποίησης, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το βασικό αδίκημα στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων. Η απολογία του κατηγορουμένου που δόθηκε σε αλλοδαπή δικαστική αρχή στο πλαίσιο εξέτασης συναφών εγκλημάτων δεν δύναται να αναγνωστεί ολόκληρη, διότι με τον τρόπο αυτόν προσβάλλεται το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου.
Ευθύνη του εναγόμενου νομέα κατά τις διατάξεις για την διεκδικητική αγωγή. Τα άρθρα 1096 επ. ΑΚ εφαρμόζονται και σε κάθε άλλη περίπτωση διεκδίκησης πράγματος με ειδική αγωγή, όπως επί προσβολής της εκτελέσεως με ανακοπή κατά του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση αυτή ο υπερθεματιστής ευθύνεται για την απόδοση των ωφελημάτων για το διάστημα μετά την τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού.