Ενώ το οικογενειακό δίκαιο έχει τύχει τα τελευταία χρόνια επανειλημμένων αναθεωρήσεων και τροποποιήσεων, δεν συμβαίνει το ίδιο με το κληρονομικό δίκαιο. Ωστόσο οι κοινωνικές, δημογραφικές και άλλες μεταβολές που έχουν επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες στον κόσμο γενικά και στη χώρα μας ειδικότερα, έχουν καταστήσει μερικές από τις ρυθμίσεις αυτές παρωχημένες. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο πόρισμα ότι επιτακτική προβάλλει η ανάγκη ν’ αρχίσει ένας διάλογος στο πλαίσιο της ελληνικής νομικής επιστήμης με αντικείμενο τον εκσυγχρονισμό του κληρονομικού μας δικαίου.
Παραίτηση κατιόντος (συγ)κληρονόμου από το δικαίωμα της συνεισφοράς. Η εν λόγω παραίτηση δεν αποτελεί αποποίηση της κληρονομίας υπό την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ ή εκποίηση αυτής ή άλλη απαλλοτριωτική δικαιοπραξία· συνιστά μόνο παραίτηση από την δυνατότητα επίκλησης της αξίωσης για συνεισφορά.
Σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή ακινήτου που χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη ο τυχόν επιζών σύζυγος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην μίσθωση, έστω και αν δεν είναι κληρονόμος του μισθωτή. Η ως άνω υπεισέλευση αποτελεί ειδική διαδοχή εκ του νόμου και δεν συντελείται στο πλαίσιο κληρονομικής διαδοχής. Γνωστοποίηση στον εκμισθωτή ότι το μίσθιο χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη δεν απαιτείται· αρκεί οι σύζυγοι να συμβιούσαν στην ίδια κατοικία.
Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται αφενός να αναγνώσει την δημόσια διαθήκη στον διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά την σύνταξή της και αφετέρου να περιλάβει σχετική βεβαίωση στο σώμα της διαθήκης. Η εν λόγω βεβαίωση δεν απαιτείται να γίνει με τρόπο πανηγυρικό ή με επανάληψη των λέξεων του νόμου, αλλ’ αρκεί να συνάγεται από το κείμενο της διαθήκης ότι τηρήθηκε η ως άνω διατύπωση. Οι διατάξεις των άρθρων 1718, 1719, 1720 και 1724 έως 1737 ΑΚ κατισχύουν ως ειδικές των συναφών διατάξεων του Κώδικα Συμβολαιογράφων.
Η βούληση του διαθέτη σχετικά με το πρόσωπο του βεβαρημένου με την υποκληροδοσία δεν μπορεί να αλλοιωθεί με σύμβαση μεταξύ του βεβαρημένου και τρίτου μετά την επαγωγή. Η υπόσχεση τρίτου προς τον βεβαρημένο-οφειλέτη, ότι θα καταβάλει αυτός το χρέος του στον τετιμημένο-δανειστή αποτελεί σύμβαση ελευθέρωσης (ΑΚ 478), η οποία ως τέτοια δεν απαλλάσσει τον οφειλέτη, εκτός εάν συναφθεί μεταξύ του δανειστή και του τρίτου σύμβαση στερητικής αναδοχής χρέους.
Αντικείμενο της μελέτης είναι η ερμηνευτική προσέγγιση της νεοεισαχθείσας ρύθμισης του άρθρου 35 του ν. 4786/2021, σύμφωνα με την οποία οι ανήλικοι κληρονόμοι δικαιούνται, εντός προθεσμίας ενός έτους από την ενηλικίωσή τους, να αποποιηθούν την κληρονομία. Σχολιάζεται κριτικά η νομοθετική επιλογή, να τροποποιηθούν οι διατάξεις του ΑΚ με “ερμηνευτική” διάταξη σε αυτοτελές νομοθέτημα, και οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής της διάταξης. Στην συνέχεια, εξετάζεται το καθεστώς της (σχολάζουσας) κληρονομίας μέχρι την πάροδο της ενιαύσιας προθεσμίας από την ενηλικίωση του κληρονόμου και η διαμόρφωση της κατάστασης μετά την προθεσμία αυτή, αναλόγως του εάν ο κληρονόμος εν τέλει αποδεχθεί ή αποποιηθεί.
Η παραίτηση του κληρονόμου από το δικαίωμά του να προβάλει την ακυρότητα της διαθήκης με αναγνωριστική αγωγή, δεν καθιστά έγκυρη την διαθήκη, αλλά ενδέχεται να αποτελεί εξώδικη ομολογία ως προς την ανυπαρξία ελαττωμάτων που συνεπάγονται ακυρότητα.
Πολλές φορές ο διαθέτης προσθέτει στη διαθήκη του όρους, με τους οποίους επιβάλλει έκπτωση ή κάποια άλλη κύρωση στον τιμώμενο για την περίπτωση που αυτός δεν συμμορφωθεί προς τη βούληση του διαθέτη, όπως αυτή εκφράζεται στη διαθήκη. Οι όροι αυτοί, που είναι γνωστοί ως ρήτρες εκπτώσεως, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής αναφορικά με την ερμηνεία τους αλλά και ως προς τη συμβατότητά τους με κανόνες αναγκαστικού δικαίου.