Ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κρίνουν συχνά, εντός των ορίων των οικείων συνταγματικών κανόνων, ότι προσφορότερο μέσο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος αποτελούν τα μορφώματα και οι τεχνικές του ιδιωτικού δικαίου, λόγω μεγαλύτερης ευελιξίας, αντί για τα κλασικά εργαλεία του δημοσίου δικαίου, όπως είναι η άσκηση δημόσιας εξουσίας, η έκδοση εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών ή η σύναψη διοικητικών συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται, μεταξύ άλλων, και η συμβατική δράση της Διοίκησης μέσω αναθετουσών αρχών οι οποίες αποτελούν ΝΠΙΔ, με συνέπεια οι σχετικές συμβάσεις να είναι ιδιωτικού δικαίου κατά το ελληνικό δίκαιο.
Το πλοίο δεν μπορεί να αποκτηθεί κατά κυριότητα μέσω πλειστηριασμού, αν ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης δεν είναι κύριος του πλοίου. Τούτο ισχύει ακόμη και αν ο υπερθεματιστής, στον οποίο κατακυρώνεται το πλοίο, πιστεύει δικαιολογημένα ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση είναι κύριος του πλοίου. Η έννομη κατάσταση δεν μεταβάλλεται ούτε αν ο πραγματικός κύριος ασκήσει αγωγή αποζημίωσης λόγω απώλειας του πλοίου κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.
Σε περίπτωση ολικής καταστροφής του μισθίου, αν η καταστροφή προκλήθηκε από τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, ο εκμισθωτής απαλλάσσεται μεν από την υποχρέωσή του να διατηρεί κατάλληλο για χρήση το μίσθιο λόγω επιγενόμενης αδυναμίας παροχής, οφείλει όμως στον μισθωτή ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν εξαιτίας της εν λόγω αδυναμίας (περιελθόν). Η αξίωση για την είσπραξη του τιμήματος από πώληση του καταστραφέντος μισθίου ή η αποζημίωση, την οποία υποχρεούται να καταβάλει ο υπαίτιος της καταστροφής (ή η ασφαλιστική εταιρεία) στον εκμισθωτή-κύριο, δεν αποτελούν “περιελθόν”.
Στην μελέτη εξετάζεται το νομικό πλαίσιο που διέπει τα ζώα υπό το πρίσμα του ιδιωτικού δικαίου. Με τον ν. 4830/2021 αναμορφώθηκε το πλαίσιο προστασίας μιας ειδικότερης κατηγορίας ζώων, των ζώων συντροφιάς, με κεντρικό άξονα την ευζωία τους και την επιβολή αυστηρών ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων ευζωίας. Η προστασία των ζώων κατοχυρώνεται, έστω και έμμεσα, δυνάμει του άρθρου 13 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το περιεχόμενο του οποίου φωτίζεται μέσα από πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Mε τη σύναψη σύμβασης για την έκδοση ενός αδημοσίευτου έργου ο δημιουργός παραχωρεί στον εκδότη την άσκηση του δικαιώματος πρώτης δημοσίευσης του έργου του. Η βούληση παραχώρησης του εν λόγω δικαιώματος συνήθως συνάγεται ερμηνευτικά, με βάση την αρχή της καλής πίστης, από το κείμενο της σύμβασης ή από τις συνοδευτικές περιστάσεις (π.χ. την παράδοση αντιγράφου του έργου στον εκδότη).
Οι θέσεις της νομολογίας αναφορικά με τους συχνότερα εμφανιζόμενους λόγους ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού εμφανίζουν σε πολλές περιπτώσεις ανομοιογένεια και εγείρουν πληθώρα ερωτημάτων. Με την παρούσα μελέτη, αφενός μεν επιχειρείται μια χαρτογράφηση των θέσεων αυτών, ώστε να «φωτιστούν» τα σημεία όπου παρατηρούνται διχογνωμίες, αφετέρου δε γίνεται προσπάθεια κριτικής επισκόπησής τους, τόσο σε δικονομικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο.
Η αξίωση για καταβολή του τιμήματος στον πωλητή γεννιέται με την παράδοση του πράγματος. Αν δεν ορίστηκε χρόνος καταβολής του τιμήματος (όπως π.χ. όταν το τίμημα έχει πιστωθεί χωρίς να έχει οριστεί συγκεκριμένος χρόνος καταβολής του), ο πωλητής δικαιούται να απαιτήσει το τίμημα (αντιπαροχή) ορίζοντας τον χρόνο πληρωμής του κατά δίκαιη κρίση και σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης (ΑΚ 200, 288, 371).