Οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) διαθέτουν εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι, ακόμα και όταν έχουν αναλάβει την διαχείριση των εκχωρούμενων απαιτήσεων στο πλαίσιο εφαρμογής (όχι του Ν. 4354/2015 αλλά) του Ν. 3156/2003.
Η νομοθετική παρέμβαση στην αυτόνομη συμβατική ρύθμιση (π.χ. υπό την μορφή μιας προσωρινής αναπροσαρμογής ή αναστολής συγκεκριμένων συμβατικών υποχρεώσεων) είναι συνταγματικά ανεκτή σε περιόδους γενικευμένης αποσταθεροποίησης, όπως η περίοδος έξαρσης της πανδημίας Covid-19.
Σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή ακινήτου που χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη ο τυχόν επιζών σύζυγος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην μίσθωση, έστω και αν δεν είναι κληρονόμος του μισθωτή. Η ως άνω υπεισέλευση αποτελεί ειδική διαδοχή εκ του νόμου και δεν συντελείται στο πλαίσιο κληρονομικής διαδοχής. Γνωστοποίηση στον εκμισθωτή ότι το μίσθιο χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη δεν απαιτείται· αρκεί οι σύζυγοι να συμβιούσαν στην ίδια κατοικία.
Απολύτως επίκαιρο και με πολύ μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον, είναι το ζήτημα της εξαιρετικής νομιμοποίησης των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων του ν. 3156/2003 και του ν. 4649/2019. Το πρόβλημα ανακύπτει επειδή, σε αντίθεση προς τον ν. 4354/2015, ο ν. 3156/2003 δεν περιέχει αντίστοιχες για τη δικονομική υπόσταση των Διαχειριστών διατάξεις. Στη γνωμοδότηση υποστηρίζεται ότι από την τελολογική ερμηνεία του ν. 3156/2003 σαφώς συνάγεται ότι ο ίδιος ο νομοθέτης παρέχει στις εταιρείες διαχείρισης έρεισμα, ώστε (κατ’ εξαίρεση) να νομιμοποιούνται αυτές στις δίκες ως μη δικαιούχοι διάδικοι.
Στην εποχή του λεγόμενου «ρυθμιστικού δικαίου», την οποία διανύουμε, η ζεύξη ανάμεσα στην παρέμβαση του νομοθέτη και το ιδιωτικό δίκαιο είναι συνεχής. Αυτό το γεγονός αναζωπύρωσε διεθνώς την διαρκή συζήτηση για την σχέση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου δικαίου, αλλά και για την σημασία διατήρησης της εν λόγω κλασσικής διχοτόμησης. Η παρούσα μελέτη μέσα από μια κριτική προσέγγιση της σχετικής συζήτησης καταλήγει στο -προσωρινό πάντως συμπέρασμα- πως η διαπίστωση της παραδοξότητας της επονομαζόμενης κλασσικής θεώρησης της διάκρισης μεταξύ ιδιωτικού και του δημόσιου δικαίου δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην κρίση ότι η ως άνω παραδεδομένη διχοτόμηση καθίσταται περιττή.
Η εταιρεία διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων κατά τον Ν. 3156/2003 δεν διαθέτει βάσει του ως άνω νόμου εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχος διάδικος. Συνεπώς, δεν δύναται να ασκεί ένδικα βοηθήματα στο όνομα της αποκτώσας τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις εταιρείας, ούτε δύναται να νομιμοποιηθεί προς τούτο δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης διαχείρισης.
Σύμφωνα με πάγια ερμηνευτική αντίληψη, προϋπόθεση της υποκαταστάσεως τρίτου δανειστή σε θέση επισπεύδοντος αποτελεί η ύπαρξη τυπικά έγκυρης κατασχέσεως. Γίνεται έτσι γενικά δεκτό ότι δεν χωρεί δήλωση υποκαταστάσεως, εφόσον έχει προηγηθεί ακύρωση της αναγκαστικής κατασχέσεως ή παραίτηση του κατασχόντος από αυτήν. Αμφισβητούμενο παραμένει ωστόσο το ζήτημα αν είναι δυνατή η συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας, όταν η ακύρωση ή η παραίτηση από την κατάσχεση έπεται χρονικά της υποκαταστάσεως. Στην μελέτη παρουσιάζονται συνοπτικά οι κυριότερες απόψεις που έχουν υποστηριχθεί επί του θέματος και προτείνεται μια νέα δογματική κατασκευή, η οποία στηρίζεται στη θεώρηση της αναγκαστικής εκτελέσεως ως έννομης σχέσης.