Σύμβαση εργολαβίας δίκης τελούσα υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς αμετάκλητης περάτωσης της δίκης για τον εντολέα. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης ανάκλησης της εντολής από τον πελάτη-εντολέα, χρόνος υπολογισμού της οφειλόμενης αμοιβής του δικηγόρου είναι ο χρόνος της ανάκλησης, υπό την προϋπόθεση ότι, αν δεν μεσολαβούσε η λύση της σύμβασης εντολής, ο δικηγόρος θα ολοκλήρωνε επιτυχώς τη δίκη με κατάληξη την έκδοση ευνοϊκής για τον εντολέα του αμετάκλητης απόφασης.
Απλές μόνον υπόνοιες ή εντυπώσεις για τον παράνομο χαρακτήρα των προθέσεων ενός σωματείου ή των σκοπούμενων δραστηριοτήτων του ή περί αντίθεσης αυτών στην δημόσια τάξη, δεν μπορούν να θεμελιώσουν την κοινωνική ανάγκη προσφυγής στο περιοριστικό μέτρο της μη αναγνώρισης του υπό σύσταση σωματείου.
Η μη τήρηση από τα πιστωτικά ιδρύματα της ΔΕΚ (Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων) ή της υποχρέωσης ενημέρωσης των συναλλασσομένων δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την ακυρότητα της καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, αλλά επισύρει μόνο την επιβολή εποπτικής φύσης κυρώσεων εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, επαγόμενη τη δημιουργία παθητικής εις ολόκληρον ενοχής μεταξύ εμφανούς νομικού προσώπου και αφανούς τρίτου, διασπά τον κανόνα της „inter partes“ ισχύος της διαιτητικής συμφωνίας και δικαιολογεί την επέκταση αυτής, ώστε να καταλαμβάνει και τον τρίτο. Το ότι ο τελευταίος δεν συμμετείχε στη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου, δεν συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας και του προς ακρόαση δικαιώματος, καθώς η πλήρωση του πραγματικού της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας έχει ως συνέπεια, ότι η επιλογή διαιτητή εκ μέρους του νομικού προσώπου «καταλογίζεται» στον υποκρυπτόμενο τρίτο.
Η μελέτη πραγματεύεται την τύχη της εμπράγματης ασφάλειας (υποθήκης-ενεχύρου) στην περίπτωση που αυτή συστήθηκε προς εξασφάλιση ήδη παραγεγραμμένης απαίτησης και εν αγνοία της παραγραφής αυτής. Στο πλαίσιο αυτό διερευνάται καταρχάς η σχέση της ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β΄ με την ΑΚ 1320. Εν συνεχεία η μελέτη διερευνά και την τυχόν δυνατότητα του προσωπικού οφειλέτη ή του τρίτου, που παρείχαν εμπράγματη ασφάλεια εν αγνοία της παραγραφής της ασφαλιζόμενης απαίτησης, να επιτύχουν την ακύρωση της εμπράγματης δικαιοπραξίας (μονομερούς δικαιοπραξία ή σύμβασης) δια της οποίας παραχωρήθηκε η ασφάλεια, με επίκληση των διατάξεων περί πλάνης.
Αρχή της ισοτιμίας των μελών έναντι του σωματείου. Όλα τα μέλη του σωματείου έχουν κατ’ αρχήν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Με ομόφωνη απόφαση της γενικής συνέλευσης ή βάσει διάταξης του καταστατικού, αρχικού ή τροποποιηθέντος, είναι δυνατόν να απονέμονται ή να αφαιρούνται δικαιώματα από ορισμένα μέλη του σωματείου ή αντίστοιχα να επιβάλλονται ή να καταργούνται υποχρεώσεις τους.
Σε συμβάσεις με το Δημόσιο, όπως για παράδειγμα σε συμβάσεις μίσθωσης, και προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, προβλέπονται συχνά ρήτρες, σύμφωνα με τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος του Δημοσίου «με τη λήξη της συμβατικής σχέσης (μίσθωσης) υποχρεούται να παραδώσει το μίσθιο στην κατάσταση στην οποία θα περιέλθει και θα διατηρείται ύστερα και από την εκτέλεση των όποιων έργων του είχαν ανατεθεί, διαφορετικά ευθύνεται σε αποζημίωση· αντιθέτως ουδέν δικαίωμα αποζημίωσης από οποιαδήποτε αιτία ακόμη και από αδικαιολόγητο πλουτισμό έχει ο μισθωτής». Το κύρος τέτοιου είδους ρητρών θα πρέπει να ελεγχθεί τόσο υπό το πρίσμα του επιτρεπτού της εκ των προτέρων παραίτησης από αξιώσεις όσο και από την άποψη της συμβατότητάς τους με τις γενικές ρήτρες των άρθρων 174 και 178, 179 και 281 ΑΚ. Τα ζητήματα αυτά εξετάζει η παρούσα μελέτη.
Σε περίπτωση μεταβίβασης σε α.ε. ακινήτου με σύμβαση πώλησης που προσβάλλεται ως καταδολιευτική, η γνώση της α.ε. για τον καταδολιευτικό σκοπό του πωλητή κρίνεται από το πρόσωπο που είχε οριστεί ως υποκατάστατο όργανο αυτής και την εκπροσώπησε κατά την κατάρτιση της σύμβασης, και όχι από το πρόσωπο όλων των μελών του δ.σ.