Γίνεται δεκτή η αίτηση διορισμού ειδικού εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με σκοπό ο τελευταίος να συντάξει, υπογράψει και εγχειρίσει έγκληση για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, να προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα, να προτείνει μάρτυρες, να δηλώσει παράσταση της εταιρείας προς υποστήριξη της κατηγορίας, να διορίσει συνηγόρους για την υποστήριξη της κατηγορίας, να παραστεί για λογαριασμό της εταιρείας σε κάθε στάδιο της προδικασίας και της κύριας ποινικής διαδικασίας και να ενεργεί οποιαδήποτε αναγκαία πράξη στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της ποινικής διαδικασίας και μέχρι το πέρας αυτής.
Η παρούσα μελέτη έχει στόχο να εντοπίσει ορισμένα προβλήματα που δημιουργούνται σε περίπτωση διορισμού ενός νομικού προσώπου ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας –δυνατότητα που πλέον προβλέπεται ρητά στο άρθρο 77 παρ. 4 του Ν. 4548/2018– και να τα εντάξει στο ισχύον σύστημα λειτουργίας και ευθύνης του διοικητικού συμβουλίου.
Ταυτόχρονη κατάρτιση αφενός «Συμφωνητικού μετόχων» και αφετέρου «Σύμβασης πώλησης μετοχών». Το δικαστήριο, εφαρμόζοντας τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, έκρινε ότι οι δύο συμφωνίες τελούν μεταξύ τους σε σχέση κύριας (η πρώτη) προς παρεπόμενη (η δεύτερη), με συνέπεια η αθέτηση της συμφωνίας των μετόχων να δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, την υπαναχώρηση από την πώληση (λόγω έκλειψης του συμφέροντος του αγοραστή για διατήρηση της επένδυσής του).
Αποκλεισμός εταίρου είναι κατ’ αρχήν δυνατός και επί διμελούς ομόρρυθμης εταιρείας, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή να μνημονεύεται ρητά στην αίτηση αποκλεισμού η πρόθεση του αιτούντος να βρει νέο εταίρο για τη συνέχιση της εταιρείας.
Η μελέτη ασχολείται με τον θεσμό του de facto μέλους του ΔΣ ανώνυμης εταιρίας, ο οποίος για πρώτη φορά θεσπίσθηκε με το άρθρο 102 παρ. 5 του N. 4548/2018. Ειδικότερα, αναλύονται οι συναλλακτικές ανάγκες που οδήγησαν στη θέσπιση της νέας διάταξης και η σύνδεσή της με τη γενικότερη προβληματική της κάμψης των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακυρότητας υπό το δογματικό μόρφωμα του θεσμού της ελαττωματικής εταιρίας.
Στην ελληνική έννομη τάξη η υποχρέωση πίστης του μετόχου αναγνωριζόταν μέχρι σήμερα κυρίως από τη θεωρία και μόνο μεμονωμένα από τη νομολογία. Το δεδομένο αυτό άλλαξε η απόφαση υπ' αρ. 432/2016 του Αρείου Πάγου, η οποία αναγνώρισε την υποχρέωση πίστης του μετόχου της μειοψηφίας έναντι της εταιρίας και του πλειοψηφούντος μετόχου. Στην παρούσα μελέτη μελετάται και αποτιμάται κριτικά ο τρόπος με τον οποίο εισέρχεται στην απόφαση αυτή η προβληματική της υποχρέωσης πίστης του μετόχου και παρουσιάζονται οι διάφοροι τρόποι δογματικής θεμελίωσης της υποχρέωσης πίστης, το περιεχόμενό της και οι συνέπειες της παραβίασής της.
Κατά την εκκαθάριση που ακολουθεί τη λύση αφανούς εταιρείας (και η οποία διενεργείται από τον εμφανή εταίρο), αποδίδεται στον αφανή εταίρο η αξία της συμμετοχής του, μειωμένη όμως κατά τις ζημίες που του αναλογούν. Τυχόν εισφορά κατά χρήση αποδίδεται αυτούσια.
Η μελέτη έχει ως αντικείμενο τη δογματική επεξεργασία της έννοιας της συγκρούσεως συμφερόντων στο δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας και επιχειρεί έναν λειτουργικό προσδιορισμό της υπό το φως της ελληνικής και αλλοδαπής θεωρίας και νομολογίας. Η μελέτη ασχολείται επίσης με την τυπολογία της συγκρούσεως συμφερόντων στο δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας και προτείνει συγκεκριμένους τρόπους εργαλειοποιήσεως της εν λόγω τυπολογίας στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του ν. 4548/2018.