Η γνωμοδότηση εξετάζει την φύση του τεκμηρίου του άρθρου 7 παρ. 1 και 4 του Ν. 4481/2017. Ειδικότερα διευρενάται κατά πόσο με τις ως άνω διατάξεις εισάγεται μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο αναφορικά με τους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης που είναι επιφορτισμένοι με υποχρεωτική διαχείριση.
Στην μελέτη εξετάζονται κατά τρόπο συστηματικό οι διατάξεις των άρθρων 910-912 ΑΚ. Ερευνώνται οι προϋποθέσεις επίτασης της ευθύνης του λήπτη και ακολούθως αναλύεται το περιεχόμενο της επαυξημένης ευθύνης, η δυσμενέστερη δηλαδή μεταχείριση του λήπτη σε σχέση με την γενική ευθύνη του πλουτίσαντος προς απόδοση αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Στη μελέτη προσεγγίζεται η έννοια του «αθέμιτου ωφελήματος» όπως εμφανίζεται στη διοικητική δεοντολογία αλλά και στην ποινική νομοθεσία. Αναλύονται τα στοιχεία του «ωφελήματος» όσο και του «αθέμιτου» χαρακτήρα του. Παράλληλα αναπτύσσονται οι περιπτώσεις «θεμιτού» ωφελήματος λόγω υπηρεσιακής έγκρισης ή κοινωνικής προσφορότητας. Για την πρόληψη της μετακίνησης «αθέμιτων ωφελημάτων» προτείνεται, καταληκτικά, η διαμόρφωση σαφών κανόνων αποδοχής δώρων, η τυποποίηση διαδικασιών δήλωσής τους και η ενεργός συμβολή υποστηρικτικών θεσμών, όπως ο Σύμβουλος ακεραιότητας.
Το αμάχητο τεκμήριο των οριστικοποιημένων αρχικών κτηματολογικών εγγραφών αποτελεί αντικείμενο έντονης επιστημονικής αντιπαράθεσης. Ιδίως αμφισβητείται το κατά πόσον πρόκειται για περίπτωση ειδικώς θεσπιζόμενου πρωτότυπου τρόπου κτήσης. Στη μελέτη επιχειρείται να καταδειχθεί γιατί η γνώμη περί πρωτότυπου τρόπου κτήσης προσκρούει σε αξεπέραστα συνταγματικά, συστηματικά και τελολογικά εμπόδια και ποία είναι τελικώς η δημιουργούμενη από την οριστικοποίηση των αρχικών εγγραφών νομική κατάσταση περί τα εγγραπτέα δικαιώματα.
Με την παρούσα μελέτη προσεγγίζεται το ζήτημα των προσωπικών δεδομένων ως ανταλλακτικών μέσων στο πλαίσιο της σύγχρονης ψηφιακής αγοράς υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2019/770/ΕΕ και του ν. 4967/2022. Στόχος της μελέτης είναι η παρουσίαση των νομικών προκλήσεων που συνοδεύουν τη χρήση των προσωπικών δεδομένων ως ανταλλάγματος, καθώς και η κατά το δυνατόν πρόταση λύσεων για την αντιμετώπισή τους.
Στην μελέτη παρουσιάζεται αρχικά η θέση της νομολογίας και μερίδας της θεωρίας επί του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας και της υποβολής εγκλήσεως ανήκουν στον εταίρο της εταιρίας. Στη συνέχεια διατυπώνεται μια διαφορετική από την κρατούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία η απάντηση στο ανωτέρω ζήτημα δεν μπορεί να είναι ενιαία, αλλά θα πρέπει να κρίνεται in concreto.
Αντικείμενο της μελέτης είναι η προστασία με την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ εμπράγματων δικαιωμάτων τρίτου προσώπου, τα οποία προσβάλλονται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, παρότι το πρόσωπο αυτό δεν είναι υποκείμενο της εκτελεστικής διαδικασίας. Εξετάζεται, επίσης, η δυνατότητα προσωρινής δικαστικής προστασίας του τρίτου με την άσκηση αίτησης για αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η προστασία του τρίτου στο πλαίσιο της διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης με το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα της ανακοπής του Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων (ν.δ. 356/1974 και ήδη ν. 4978/2022).
Η μελέτη αναφέρεται στη σχέση έντασης που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ της ανάγκης για προστασία των καταναλωτών και των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και λοιπών κριτηρίων χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης (ESG), που –ολοένα και συχνότερα– υιοθετούνται από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Παρουσιάζεται περιπτωσιολογία επιχειρήσεων (κυρίως από την αμερικανική νομολογία) που, επικαλούμενες την εφαρμογή κριτηρίων ESG, προέβησαν σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό δικαιώματα των καταναλωτών. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την προσέγγιση του προβληματισμού υπό το πρίσμα του ελληνικού και ενωσιακού δικαίου.