Με τον ν. 4800/2021 μεταρρυθμίστηκαν και δύο άρθρα του Αστικού Κώδικα που αφορούν δυσλειτουργίες της γονικής μέριμνας, και συγκεκριμένα το άρθρο 1512, για τις διαφωνίες των γονέων κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, και το άρθρο 1532, για την κακή άσκησή της. Στη μελέτη επιχειρείται μια ερμηνευτική προσέγγιση του συνόλου των διατάξεων των νέων άρθρων 1512 και 1532 ΑΚ, και ασκείται βέβαια, όπου χρειάζεται, και κριτική.
Με τη θέσπιση του ν. 4624/2019 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων τυποποιήθηκε για πρώτη φορά στην παράγραφο 4 το ποσοτικό κριτήριο των 120.000 ευρώ, συνδεόμενο με τον υπερχειλή σκοπό του δράστη. Η κακότεχνη διατύπωση της διάταξης, σε συνδυασμό με την ισχνή νομολογιακή της επεξεργασία, έχουν προκαλέσει σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν υποστηριχθεί στην επιστήμη περισσότερες απόψεις σε σχέση με την ορθή προσέγγιση του άρθρου 38 παρ. 4 και τις ακριβείς προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτησή του. Με αφορμή την ΑΠ 686/2021 (η οποία έκρινε ότι ο σκοπός βλάβης του δράστη στοιχειοθετεί κακούργημα ανεξαρτήτως ποσού), εκφράζονται ορισμένες σκέψεις και προβληματισμοί ως προς την ορθότητα της υιοθετούμενης λύσης.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη επιμέρους ζητημάτων που αφορούν στον νομοθετικό ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, όπως αναδιατυπώθηκε με τον Ν. 4619/2019. Αρχικά, εξετάζεται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί στη σύγχρονη θεωρία του ποινικού δικαίου. Εν συνεχεία, παρουσιάζεται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης υπό δικαιοσυγκριτικό πρίσμα με αναφορά σε αλλοδαπές έννομες τάξεις (του γερμανόφωνου χώρου). Τέλος, επιχειρείται η προσέγγιση τριών βασικών ερμηνευτικών προβλημάτων που θέτει η ισχύουσα διατύπωση της παρ. 1 του ως άνω άρθρου, που αφορούν στην ερμηνεία: πρώτον, του όρου «επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση»· δεύτερον, της έννοιας της διαρκούς «εγκληματικής» δράσης της οργάνωσης και τρίτον, της έννοιας της συμμορίας.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται πότε είναι εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη μια ποινική καταδίκη. Είναι γεγονός ότι η αρχή της ηθικής απόδειξης, που κυριαρχεί στην ποινική δίκη, μπορεί να παρασύρει τον δικαστή της ουσίας σε αυθαιρεσίες, αν η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων δεν πειθαρχηθεί με την έλλογη αιτιολόγηση του συμπεράσματος στο οποίο απολήγει. Ως εκ τούτου προηγουμένως ο αναιρετικός έλεγχος πρέπει να εστιαστεί στο αν αναφέρονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα που φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψιν από τον δικαστή της ουσίας, ή τουλάχιστον τα ουσιώδη αποδεικτικά μέσα, ή εν πάση περιπτώσει να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι έχουν εκτιμηθεί όλα, ένα προς ένα, δηλαδή όσα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψιν και αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο. Άλλωστε, όπως ορθά έχει αναφερθεί, σωστή αιτιολογία της ποινικής απόφασης σημαίνει πρωτίστως σωστή αιτιολόγηση της ποινικής απόδειξης. Η μελέτη καταλήγει με την επισήμανση ότι τα ανωτέρω δεν θίγουν ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση κρίνουν συχνά, εντός των ορίων των οικείων συνταγματικών κανόνων, ότι προσφορότερο μέσο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος αποτελούν τα μορφώματα και οι τεχνικές του ιδιωτικού δικαίου, λόγω μεγαλύτερης ευελιξίας, αντί για τα κλασικά εργαλεία του δημοσίου δικαίου, όπως είναι η άσκηση δημόσιας εξουσίας, η έκδοση εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών ή η σύναψη διοικητικών συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται, μεταξύ άλλων, και η συμβατική δράση της Διοίκησης μέσω αναθετουσών αρχών οι οποίες αποτελούν ΝΠΙΔ, με συνέπεια οι σχετικές συμβάσεις να είναι ιδιωτικού δικαίου κατά το ελληνικό δίκαιο.
Το πλοίο δεν μπορεί να αποκτηθεί κατά κυριότητα μέσω πλειστηριασμού, αν ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης δεν είναι κύριος του πλοίου. Τούτο ισχύει ακόμη και αν ο υπερθεματιστής, στον οποίο κατακυρώνεται το πλοίο, πιστεύει δικαιολογημένα ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση είναι κύριος του πλοίου. Η έννομη κατάσταση δεν μεταβάλλεται ούτε αν ο πραγματικός κύριος ασκήσει αγωγή αποζημίωσης λόγω απώλειας του πλοίου κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.
Με αφορμή τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρ. 187 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρ. 72 Ν. 4908/2022, δυνάμει των οποίων αποκλείεται η αναστολή κατά τα άρθρα 99 επ. ΠΚ και η μετατροπή κατ’ άρθρ. 104Α ΠΚ της ποινής που επιβάλλεται στον δράστη ο οποίος τελεί έγκλημα, είτε κακούργημα είτε πλημμέλημα, του άρθρ. 187 ΠΚ, καθώς και η αναγνώριση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση κατά της σχετικής καταδικαστικής απόφασης κατ’ άρθρ. 497 ΚΠΔ, στην μελέτη ερευνώνται διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, εξετάζεται η εφαρμογή των δυσμενέστερων, σε σύγκριση με το προϊσχύσαν δίκαιο, διατάξεων που εισάγονται, υπό το πρίσμα της αρχής της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου, ανάλογα με την φύση τους ως ουσιαστικού ή δικονομικού ποινικού Δικαίου, καθώς και η αντίθεση της τελευταίας από αυτές (αποκλεισμός ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης) στο θεμελιώδες αξίωμα του τεκμηρίου αθωότητας.
Στην μελέτη εξετάζεται το νομικό πλαίσιο που διέπει τα ζώα υπό το πρίσμα του ιδιωτικού δικαίου. Με τον ν. 4830/2021 αναμορφώθηκε το πλαίσιο προστασίας μιας ειδικότερης κατηγορίας ζώων, των ζώων συντροφιάς, με κεντρικό άξονα την ευζωία τους και την επιβολή αυστηρών ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων ευζωίας. Η προστασία των ζώων κατοχυρώνεται, έστω και έμμεσα, δυνάμει του άρθρου 13 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το περιεχόμενο του οποίου φωτίζεται μέσα από πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.