Ενώ το οικογενειακό δίκαιο έχει τύχει τα τελευταία χρόνια επανειλημμένων αναθεωρήσεων και τροποποιήσεων, δεν συμβαίνει το ίδιο με το κληρονομικό δίκαιο. Ωστόσο οι κοινωνικές, δημογραφικές και άλλες μεταβολές που έχουν επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες στον κόσμο γενικά και στη χώρα μας ειδικότερα, έχουν καταστήσει μερικές από τις ρυθμίσεις αυτές παρωχημένες. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο πόρισμα ότι επιτακτική προβάλλει η ανάγκη ν’ αρχίσει ένας διάλογος στο πλαίσιο της ελληνικής νομικής επιστήμης με αντικείμενο τον εκσυγχρονισμό του κληρονομικού μας δικαίου.
Στην μελέτη παρουσιάζεται η ιδιαίτερη ταυτότητα της τεχνητής νοημοσύνης ως της πλέον προκλητικής για το δίκαιο σύγχρονης τεχνολογικής εξέλιξης, με ανάδειξη κομβικών ζητημάτων που τίθενται με αυτήν ειδικά για τους επιμέρους κλάδους του ποινικού δικαίου.
Η μελέτη εξετάζει τα ζητήματα εμπράγματου και ενοχικού δικαίου που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 943 ΚΠολΔ σε σχέση με τα κινητά πράγματα που βρίσκονται στο ακίνητο κατά την αναγκαστική αποβολή του καθ’ ου. Έμφαση δίδεται στην ανάλυση του περιεχομένου και του βεληνεκούς της διάταξης του άρθρου 943 παρ. 6 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώθηκε ειδική εξάμηνη παραγραφή της αξίωσης του καθ’ ου κατά του μεσεγγυούχου «προς απόδοση των κινητών πραγμάτων».
Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η επισκόπηση των νομοθετικών παρεμβάσεων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η οποία γίνεται –κατά κανόνα– με βάση τα άρθρα του ΚΠΔ, που αντίστοιχα τροποποιούνται, προκειμένου ο αναγνώστης να αποκτά άμεση ενημέρωση στο κείμενο, το οποίο ισχύει στην τελευταία διαμόρφωσή του, ενώ με τις ερμηνευτικές και –σε αρκετά σημεία– κριτικές παρατηρήσεις επιχειρείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των σχετικών ρυθμίσεων.
Η εύστοχη εφαρμογή παραδοσιακών θεσμών του Αστικού Κώδικα σε σύγχρονες μορφές συναλλαγής επιβάλλει τη λεπτομερή ανίχνευση της δομής των μελετώμενων συναλλακτικών σχέσεων. Στην εξεταζόμενη περίπτωση η νομική μεταχείριση μιας άτυπης δωρεάς μεταξύ συζύγων για την κάλυψη των υποχρεώσεων του ενός από σύμβαση ανάληψης μετοχών ανώνυμης εταιρείας επιβάλλει την ακριβή οριοθέτηση μεταξύ της σύμβασης ελευθέρωσης (ΑΚ 478) και της αναδοχής χρέους (ΑΚ 471 και 477), του περιεχομένου και της λειτουργίας τους.
Στην μελέτη ερευνάται το συνήθως εμφανιζόμενο στην δικαστική πράξη ζήτημα αν –στην περίπτωση που πάνω σε πλειστηριαζόμενο ακίνητο, επί του οποίου υφίστατο ήδη εγγεγραμμένη υποθήκη (ή προσημείωση), συνεστήθη μεταγενεστέρως κάποια προσωπική δουλεία (π.χ. επικαρπία ή οίκηση), ο δε πλειστηριασμός αυτού επισπεύδεται βάσει της κατασχέσεως που επέβαλε τρίτος– το μεταγενεστέρως συσταθέν περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα επιβιώνει, δυνάμενο ως εκ τούτου να αντιταχθεί κατά του αναγγελθέντος ενυπόθηκου δανειστή.
Στην παρούσα μελέτη θίγεται το ζήτημα της ποινικής προστασίας των φύσει και θέσει αδυνάμων από πράξεις εξαναγκασμού προς διαμόρφωση βούλησης, όπως αυτές τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα. Η μελέτη δομείται σε δύο άξονες: επιχειρεί να προσδιορίσει, αφενός μεν την πράξη εξαναγκασμού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν εκφράζεται ως προς αυτήν ομοιόμορφα στο σύνολο των σχετικών κυρωτικών διατάξεων, αφετέρου δε την έννοια του αδύναμου ατόμου, στην οποία ο νομοθέτης δεν περιλαμβάνει πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, ενώ ορισμένες φορές αρκείται γενικά στην απαίτηση διαπίστωσης αδυναμίας αυτοϋπεράσπισης.