Στην μελέτη επανεξετάζονται τα ζητήματα που αφορούν γενικά στην εξόφληση των χρηματικών ενοχών, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με υφιστάμενες νομοθετικές ρυθμίσεις περιορισμού των πληρωμών με φυσικό χρήμα. Παράλληλα, αναλύεται η έννοια του νομίμου χρήματος και διερευνάται η σκοπιμότητα χάραξης ορίων στον περιορισμό της κυκλοφορίας και της αποδοχής μετρητών, λαμβανομένων υπόψη και των πρόσφατων, ιδιαιτέρως σημαντικών, εξελίξεων στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου.
Στην μελέτη γίνεται μια προσπάθεια αποτύπωσης της νομοθετικής εξέλιξης του Αστικού Δικαίου από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 μέχρι τη θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα. Γίνεται κατανομή της σχετικής νομοθετικής παραγωγής σε τρεις περιόδους και αναδεικνύονται τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε περιόδου. Η μελέτη ολοκληρώνεται με συμπερασματικές παρατηρήσεις, στις οποίες αποτιμάται η μακρά πορεία (εκατό και πλέον ετών) του νομοθετικού έργου που οδήγησε στη σύνταξη του Αστικού Κώδικα.
Ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, εξαιτίας της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διασυνοριακής συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις, μπορεί, αναντίρρητα, να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη επιτυχία το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά με διεθνείς διαστάσεις σε σχέση με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.
Αντικείμενο της μελέτης είναι το ζήτημα αν η προστασία του δικαιώματος κοινοχρησίας επί των κοινόχρηστων πραγμάτων, των οποίων η απαρίθμηση στην ΑΚ 967 είναι ενδεικτική, επιβάλλεται de lege lata να επεκταθεί και στη χρήση ζωτικής για τον σύγχρονο άνθρωπο σημασίας δικτύων παροχής (ενδεικτικά) ηλεκτρικής ή άλλης ενέργειας, πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών. Πρόκειται για ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα στην σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, του οποίου η ρύθμιση βρίσκεται στα όρια των πεδίων εφαρμογής του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου.
Στη γνωμοδότηση αναλύεται το ζήτημα, αν η εγγύηση που παρέχεται για την εξασφάλιση ορισμένης συμβατικής αξιώσεως δύναται να επεκταθεί, χωρίς ρητή προς την κατεύθυνση αυτή συμφωνία, και στις νόμιμες αξιώσεις του δανειστή, οι οποίες κατά περίπτωση γεννώνται συνεπεία της ακυρότητας της συμβάσεως, εφόσον στην πράξη αυτή λειτούργησε. Ο συγγραφέας δίδει αρνητική απάντηση.
Στην μελέτη εξετάζονται τα περισσότερα ζητήματα που αφορούν στην κράτηση επί σκοπώ έκδοσης και δίνεται απάντηση σε ερωτήματα, όπως το ποιος είναι αρμόδιος για την κράτηση ή την αποφυλάκιση του εκζητουμένου κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας, το πόσο μπορεί να διαρκέσει κατ’ ανώτατο όριο η κράτηση, και το πότε είναι συμβατή η κράτηση με την συνταγματική προστασία της προσωπικής ελευθερίας και τις διεθνείς συνθήκες για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ιδίως το άρθρο 5 § 1 στοιχείο στ΄ της ΕΣΔΑ).
Στην μελέτη εξετάζεται η προστασία των δημοσιογράφων με την πνευματική ιδιοκτησία, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και τη συναφή νομολογία. Πέρα από τους κλασικούς κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα των δημοσιογράφων, αναδεικνύονται και επίκαιρα θέματα, όπως η αποδελτίωση άρθρων του τύπου, η εξόρυξη κειμένων και δεδομένων, καθώς και η συλλογική διαχείριση του περιουσιακού τους δικαιώματος.
Ανώμαλη εξέλιξη μπορεί να γνωρίσει και η ενοχή που γεννάται από διοικητική σύμβαση. Ενόψει του ότι τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται ελλιπώς από το διοικητικό δίκαιο, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον το κενό ως προς τη ρύθμιση της ανώμαλης εξέλιξης μπορεί να πληρωθεί με την ανάλογη εφαρμογή του αντίστοιχου υποσυστήματος του Αστικού Κώδικα (άρθρα 335 επ., 374 επ. ΑΚ). Στην μελέτη καταδεικνύεται ότι οι ιδιαιτερότητες της διοικητικής σύμβασης δεν αποκλείουν την «προσαρμοσμένη» μεταφορά σ’ αυτήν ορισμένων κανόνων του ιδιωτικού δικαίου.