Στην μελέτη επιχειρείται η προσέγγιση της προβληματικής μέσω της εξέτασης της λογικής έννοιας της διάζευξης και της ποινικής έννοιας της εναλλαξιμότητας των ποινικών κυρώσεων. Ακολούθως, εξετάζεται η εφαρμογή του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα ως λύση στο ερευνώμενο πρόβλημα και αναδεικνύονται οι αδυναμίες της κρατούσας άποψης. Τέλος, προτείνεται μια διαφοροποιημένη λύση αναλόγως αν οι διαζευκτικά επαπειλούμενες ποινές είναι ομοειδείς ή ετεροειδείς.
Στην μελέτη αναλύεται η έννοια του κατόχου που έχει δυνατότητα να ικανοποιήσει τον δανειστή και να υποκατασταθεί ακολούθως αυτοδικαίως στα δικαιώματα αυτού έναντι του οφειλέτη (AK 319). Προκειμένου να καταδειχθούν οι αδυναμίες της λύσης που υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος, ο οποίος με την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση της Ολομελείας του έκρινε ότι νομιμοποιούμενοι σε προσφορά και υποκατάσταση είναι και οι μη δικαιωματικοί κάτοχοι του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος, επιστρατεύονται μεθοδολογικά, συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα, με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία της εξ υποκαταστάσεως αναγωγικής αξίωσης του εκπληρώσαντος τρίτου.
Ενόψει της φύσης της εγγύησης ως ιδιαίτερα κινδυνώδους συναλλαγής απασχολεί από καιρό τη θεωρία και τη νομολογία το ζήτημα, κατά πόσο μπορεί να γεννηθούν στο πρόσωπο του δανειστή υποχρεώσεις πρόνοιας, όπως διαφώτισης και ενημέρωσης του εγγυητή, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, μετά την κατάρτιση της σύμβασης εγγύησης και ιδίως κατά την επιδίωξη είσπραξης της κύριας οφειλής. Την προβληματική αυτή έχει ως αντικείμενο η μελέτη.
Η μελέτη παρουσιάζει την πλέον αμφιλεγόμενη από τις σύγχρονες προσπάθειες της ΕΕ για εισαγωγή αξιοποίνου στα κράτη μέλη υπό το φως των αρχών του κράτους δικαίου. Υπό το πρίσμα αυτών ελέγχει την πρόταση οδηγίας της Επιτροπής (COM 2022 684 final) που προτάθηκε με αφορμή την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία ενόψει της εισβολής της στην Ουκρανία, και που αποβλέπει στην ποινικοποίηση των παραβιάσεων ενωσιακών περιοριστικών μέτρων, τα οποία επιβάλλονται από την ΕΕ στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας σε τρίτες χώρες.
Στο παρόν εξετάζεται, με αφορμή την πρόσφατη αρεοπαγιτική νομολογία, αν το ποινικό αδίκημα το οποίο τυποποιείται στο άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 3772/2009 έχει καταστεί πράξη ανέγκλητη ή διατηρείται σε ισχύ ως αυτοτελές ποινικό αδίκημα.
Στην μελέτη επιχειρείται ανάλυση του ενωσιακού ορισμού της πρωτοτυπίας ενός έργου, το οποίο για να προστατευθεί από την πνευματική ιδιοκτησία πρέπει α) να αποτυπώνεται σ’ αυτό η προσωπική έκφραση του δημιουργού μέσα από ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές που αντανακλούν την προσωπικότητά του, β) η παραγωγή του έργου να μην υπαγορεύεται από τεχνικές εκτιμήσεις και κανόνες που περιορίζουν τη δημιουργική ελευθερία και γ) το αντικείμενό του να προσδιορίζεται με επαρκή ακρίβεια και αντικειμενικότητα.
Οι συμφωνίες αναβολής της ποινικής δίωξης (deferred prosecution agreements – DPAs) αναπτύχθηκαν στις ΗΠΑ ως υβριδική μορφή διευθέτησης οικονομικών – δυνάμει ποινικών υποθέσεων επιχειρήσεων και ήδη έχουν εισαχθεί σε χώρες της Ευρώπης. Στο κείμενο εξετάζεται η νομική φύση και η αποδεικτική αξία των DPAs με αναφορά σε πρόσφατες ποινικές δίκες στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες. Tίθεται ο προβληματισμός για την ορθή δικονομική μεταχείριση των εν λόγω συμφωνιών στην αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων.
Στην μελέτη εξετάζεται το ζήτημα, αν το άρθρο 369 ΑΚ υπό τον παράτιτλο «Εμπράγματες συμβάσεις για ακίνητο», το οποίο προβλέπει ότι «Συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου», αναφέρεται στις εμπράγματες συμβάσεις περί ακινήτων ή/και στις ενοχικές-υποσχετικές συμβάσεις, με τις οποίες αναλαμβάνεται η υποχρέωση για σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα.