Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα, κατά το μέρος με το οποίο απερρίφθησαν αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας πράξεων της προδικασίας σχετικά με την αποδεικτική αξιοποίηση απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών – τυχαίων ευρημάτων που είχαν προκύψει από την άρση του απορρήτου άλλης, διαφορετικής και μη συναφούς δικογραφίας, διότι α) δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρ. 25 ΠΚ επί παραβιάσεως διατάξεων δικονομικού δικαίου από τους εφαρμοστές του, με σκοπό να κριθούν σύννομες δικονομικές ενέργειες, τελεσθείσες καθ’ υπέρβασιν της δικαιοδοσίας τους και κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, και β) δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή της αναλογικότητας, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, όταν δεν συμβιβάζεται με την συνταγματική απαίτηση της ασφάλειας και της σταθερότητας των ποινικών ορισμών, που αποσκοπεί στην προστασία του πολίτη από την δικαστική αυθαιρεσία.
Κηρύσσονται ένοχοι για χρήση πλαστών εγγράφων και απάτη από κοινού κατά συρροή, καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας περί εμπορικών σημάτων (άρ. 156 παρ. 1 στ. α΄ σε συνδ. με άρ. 125 παρ. 3 Ν. 4072/2012) και πνευματικής ιδιοκτησίας (άρ. 66 παρ. 1 Ν. 2121/1993) οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι εν γνώσει τους και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των πελατών διέθεσαν μη γνήσια προϊόντα σε κατάστημα παιχνιδιών, έθεσαν δε σε κυκλοφορία το πνευματικό έργο και τις ετικέτες των διεθνώς αναγνωρισμένων και κατοχυρωμένων σημάτων των επώνυμων εταιρειών χωρίς την συναίνεση των τελευταίων.
Κηρύσσονται αθώοι οι κατηγορούμενοι για το αδίκημα της απιστίας, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι οι ενέργειές τους παραβίασαν τις αρχές της πιστοδοτικής πολιτικής, τις εγκυκλίους της ΤτΕ, τις εσωτερικές εγκυκλίους, ούτε ότι επέφεραν στην περιουσία της τράπεζας βέβαιη ζημία. Αθώος κηρύσσεται και ο κατηγορούμενος (μέλος του ομίλου) για ηθική αυτουργία σε απιστία, εφόσον η σχέση του με τους λοιπούς κατηγορουμένους εξαντλούνταν στην συνήθη κατά την τραπεζική πρακτική και δεν βασιζόταν σε σχέση γνωριμίας και εξάρτησης.
Στην παρούσα μελέτη θίγεται το ζήτημα της ποινικής προστασίας των φύσει και θέσει αδυνάμων από πράξεις εξαναγκασμού προς διαμόρφωση βούλησης, όπως αυτές τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα. Η μελέτη δομείται σε δύο άξονες: επιχειρεί να προσδιορίσει, αφενός μεν την πράξη εξαναγκασμού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν εκφράζεται ως προς αυτήν ομοιόμορφα στο σύνολο των σχετικών κυρωτικών διατάξεων, αφετέρου δε την έννοια του αδύναμου ατόμου, στην οποία ο νομοθέτης δεν περιλαμβάνει πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, ενώ ορισμένες φορές αρκείται γενικά στην απαίτηση διαπίστωσης αδυναμίας αυτοϋπεράσπισης.
Κρίνονται ένοχοι οι κατηγορούμενοι σύζυγοι για το αδίκημα της καταδολίεσης δανειστών με αντικείμενο ποσό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, καθώς και η κατηγορουμένη κόρη τους για άμεση συνέργεια στην εν λόγω πράξη, συνιστάμενη στην απαλλοτρίωση, χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, του μοναδικού περιουσιακού τους στοιχείου με επαρκή αξία για την κάλυψη της απαίτησης, και συγκεκριμένα στην μεταβίβαση με δωρεά της ψιλής κυριότητας ενός διαμερίσματος στην ανήλικη εγγονή τους και της επικαρπίας του ίδιου διαμερίσματος με γονική παροχή στην κατηγορουμένη κόρη τους. Απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί προτέρου συννόμου βίου, για την απόρριψη του οποίου δεν απαιτείται η διαπίστωση αμετάκλητης καταδίκης.
Γίνεται δεκτή η αίτηση του εκζητουμένου, υπηκόου Αιγύπτου, και αντικαθίσταται η προσωρινή κράτησή του με τον περιοριστικό όρο της εγγυοδοσίας, διότι μεταξύ άλλων προκύπτει ότι ο αιτών, ήτοι ο εκζητούμενος από τις δικαστικές αρχές του Κατάρ με σκοπό της έκτιση της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής, έχει προσέλθει στην Ελλάδα για επαγγελματικούς λόγους, δεν είναι “προσεσημασμένος” και φιλοξενείται σε κατοικία φίλου του γνωστή στις αρχές.
Παύει οριστικώς η ποινική δίωξη εις βάρος του κατηγορουμένου Υποπτεράρχου για το αδίκημα της εξ αμελείας σωματικής βλάβης κατά την οδήγηση υπηρεσιακού οχήματος με παθόντα ιδιώτη, κατόπιν σχετικής υποβληθείσας δήλωσης (κατ' αναλ. 314 παρ. 2 σε συνδ. με 115 παρ. 4 ΠΚ) από την σύζυγο του παθόντος, ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει από άλλη αιτία.