Στην μελέτη επιχειρείται η προσέγγιση της προβληματικής μέσω της εξέτασης της λογικής έννοιας της διάζευξης και της ποινικής έννοιας της εναλλαξιμότητας των ποινικών κυρώσεων. Ακολούθως, εξετάζεται η εφαρμογή του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα ως λύση στο ερευνώμενο πρόβλημα και αναδεικνύονται οι αδυναμίες της κρατούσας άποψης. Τέλος, προτείνεται μια διαφοροποιημένη λύση αναλόγως αν οι διαζευκτικά επαπειλούμενες ποινές είναι ομοειδείς ή ετεροειδείς.
Ο ανθρωποκτόνος δόλος διακρίνεται σε προμελετημένο (άρ. 299 παρ. 1 ΠΚ) και απρομελέτητο (άρ. 299 παρ. 2 ΠΚ)· ο τελευταίος συντρέχει, όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Το μέσο της επίθεσης, ο τρόπος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες ενήργησε ο δράστης, τυχόν προηγούμενες ύβρεις και απειλές που είχε εκστομίσει, καθώς και η στάση του δράστη αμέσως μετά την πράξη αποτελούν ικανές ενδείξεις για την κατάφαση του ανθρωποκτόνου δόλου στο πρόσωπο του δράστη. Η αφορμή από την οποία οδηγήθηκε στην πράξη του ο δράστης, ιδίως όταν αυτή είναι ασήμαντη ενόψει της σοβαρότητας της επικείμενης πράξης, η χρονική διάσταση μεταξύ της αφορμής και της πράξης του δράστη, όπως και η στάση του τελευταίου μετά την πράξη αποτελούν ικανές ενδείξεις για την κατάφαση του στοιχείου της ήρεμης ψυχικής κατάστασης στο πρόσωπο του δράστη.
Η μελέτη παρουσιάζει την πλέον αμφιλεγόμενη από τις σύγχρονες προσπάθειες της ΕΕ για εισαγωγή αξιοποίνου στα κράτη μέλη υπό το φως των αρχών του κράτους δικαίου. Υπό το πρίσμα αυτών ελέγχει την πρόταση οδηγίας της Επιτροπής (COM 2022 684 final) που προτάθηκε με αφορμή την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία ενόψει της εισβολής της στην Ουκρανία, και που αποβλέπει στην ποινικοποίηση των παραβιάσεων ενωσιακών περιοριστικών μέτρων, τα οποία επιβάλλονται από την ΕΕ στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας σε τρίτες χώρες.
Στο παρόν εξετάζεται, με αφορμή την πρόσφατη αρεοπαγιτική νομολογία, αν το ποινικό αδίκημα το οποίο τυποποιείται στο άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 3772/2009 έχει καταστεί πράξη ανέγκλητη ή διατηρείται σε ισχύ ως αυτοτελές ποινικό αδίκημα.
Μέρος των πρακτικών της καταδικαστικής απόφασης δύναται να χαρακτηριστεί ως χωρίο ουσιώδους εγγράφου που χρήζει μετάφρασης, αν η απόφαση παρέπεμψε στο περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης. Με τις διατάξεις σχετικά με το έγκλημα της δωροληψίας και της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα προστατεύονται υπερατομικά έννομα αγαθά ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος και όχι αγαθά σχετικά με την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Για τα εγκλήματα αυτά δεν παρέχεται νόμιμο έρεισμα προς παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας. Η ρύθμιση για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αποσκοπεί στην προστασία υπερατομικών εννόμων αγαθών και αφορά στην απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, με την πράξη της νομιμοποίησης είναι δυνατόν να συμπροσβάλλονται ιδιωτικά έννομα αγαθά, και δη του αμέσως ζημιωθέντος από το βασικό έγκλημα, αν η αρχική προσβολή με το βασικό έγκλημα εμβαθύνεται με την μετέπειτα πράξη της νομιμοποίησης, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το βασικό αδίκημα στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων. Η απολογία του κατηγορουμένου που δόθηκε σε αλλοδαπή δικαστική αρχή στο πλαίσιο εξέτασης συναφών εγκλημάτων δεν δύναται να αναγνωστεί ολόκληρη, διότι με τον τρόπο αυτόν προσβάλλεται το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου.
Οι συμφωνίες αναβολής της ποινικής δίωξης (deferred prosecution agreements – DPAs) αναπτύχθηκαν στις ΗΠΑ ως υβριδική μορφή διευθέτησης οικονομικών – δυνάμει ποινικών υποθέσεων επιχειρήσεων και ήδη έχουν εισαχθεί σε χώρες της Ευρώπης. Στο κείμενο εξετάζεται η νομική φύση και η αποδεικτική αξία των DPAs με αναφορά σε πρόσφατες ποινικές δίκες στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες. Tίθεται ο προβληματισμός για την ορθή δικονομική μεταχείριση των εν λόγω συμφωνιών στην αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων.
Η πράξη της προμήθειας κρατουμένου σε κατάστημα κράτησης με κινητό τηλέφωνο έχει καταστεί ανέγκλητη με τον νΠΚ. Με την πράξη αυτή δεν στοιχειοθετείται ούτε το αδίκημα της εισαγωγής όπλων και αντικειμένων στην φυλακή, καθότι το κινητό τηλέφωνο δεν συνιστά όπλο ούτε αντικείμενο με το οποίο μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη.