Στη μελέτη επιχειρείται μια νέα προσέγγιση του προβλήματος της διάκρισης του ενδεχομένου δόλου από την ενσυνείδητη αμέλεια. Προτείνεται ένα αναλυτικό σχήμα για την ερμηνεία των σχετικών κατηγοριών, που υποκαθιστά στη θέση του ασαφούς «ψυχολογικού» ένα σαφές και εύληπτο λογικό πρότυπο σύλληψής τους, με δεοντικό πυρήνα.
Κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος, ειδικός ιατρός / διευθυντής ΜΕΘ ιδιωτικής κλινικής, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε η χρήση μη ενδεδειγμένων μέσων (μη ορθού τύπου μάσκας) ή μεθόδων θεραπείας της θανούσης, η δε φύση του περιστατικού (βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού και πολυοργανική ανεπάρκεια), που κρίθηκε ως σύνηθες για ΜΕΘ, δεν καθιστούσε αναγκαία την προσέλευση του κατηγορουμένου στον χώρο της κλινικής για την αντιμετώπισή του, αρκούσης της παροχής θεραπείας στην ασθενή εκ μέρους της ειδικευομένης ιατρού υπό την καθοδήγηση του ιδίου, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται η ως άνω αξιόποινη πράξη.
Μετά από μια παρουσίαση των βασικών επιχειρημάτων του νομοθέτη και των κριτικών παρατηρήσεων της θεωρίας, στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια ουσιαστική ανάλυση της σχετικής θεματικής με βασικά σημεία αναφοράς τις κατηγορίες περιπτώσεων που έχουν απασχολήσει μέχρι σήμερα την θεωρία και την πράξη.
Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας η κατηγορουμένη, αποκλειστική νοσοκόμα, η οποία, καίτοι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να είναι διαρκώς παρούσα κατά την επίβλεψη, επιτήρηση και παρακολούθηση του ασθενούς που βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης και παραισθήσεων, απομακρύνθηκε για λίγο από το δωμάτιο νοσηλείας του και μετέβη στην παρακείμενη τουαλέτα του νοσοκομείου, με αποτέλεσμα ο ασθενής να ανασηκωθεί από την κλίνη του, να πραγματοποιήσει άλμα στο κενό από το παράθυρο του δωματίου και να τραυματισθεί θανάσιμα.
Η μελέτη, συνδυάζοντας τα επίπεδα του δικαιικού “δέοντος” και του δικαιικού “όντος”, αναδεικνύει όχι μόνο την ταυτότητα της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του ευμενέστερου νόμου στον νέο Ποινικό Κώδικα αλλά και τη νομολογιακή της πρόσληψη. Ειδικότερα, οι αναπτύξεις της αφορούν τέσσερις θεματικούς άξονες: τον δικαιολογητικό λόγο αναγνώρισης της αρχής, τη θεσμική της κατοχύρωση, τις διαφοροποιήσεις στη διατύπωσή της στο άρθρο 2 ΠΚ και τη σημασία τους, συνδυασμένες με τη νομολογιακή τους εφαρμογή. Παράλληλα, στο κείμενο αναπτύσσεται ένας κριτικός διάλογος με νομοθετικές και νομολογιακές επιλογές που συνδέονται με τις προβλέψεις του άρθρου 2 ΠΚ, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας συμβολής στον επιβεβλημένο από το Σύνταγμα σεβασμό του κράτους δικαίου.
Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με ενδεχόμενο δόλο και οπλοχρησία, με την συνδρομή των άρ. 44 παρ. 3 εδ. α΄ και 84 παρ. 2 στοιχ. δ΄ ΠΚ, ο κατηγορούμενος ο οποίος, αφού πυροβόλησε με πιστόλι και από μικρή απόσταση την παθούσα σε καίριο σημείο του σώματός της (στην αριστερή μηριαία βουβωνική χώρα), γνωρίζοντας ότι από την πράξη του ενδέχεται να προκληθούν θανατηφόρες σωματικές βλάβες σε αυτήν και μη απωθώντας από την συνείδησή του την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, εν συνεχεία αντελήφθη την εσφαλμένη συμπεριφορά του, μετανόησε για την πράξη του και ενήργησε καθετί ανθρωπίνως δυνατό για να αποτρέψει την επέλευση του θανάτου της, αφού πήρε στην αγκαλιά του την παθούσα, την τοποθέτησε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του και την μετέφερε γρήγορα σε νοσοκομείο, επιμένοντας να την δεχθούν, με αποτέλεσμα να εισαχθεί αμέσως και να λάβει την απαραίτητη ιατρική φροντίδα.
Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απάτη επί δικαστηρίω εν αποπείρα, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρ. 42 και 386 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ και ελλείψεως αιτιολογίας με την έννοια της ελλείψεως νομίμου βάσεως, διότι αφενός μεν δεν ανέκυψε θέμα παραπλάνησης του δικαστή από την προσκόμιση ψευδών αποδεικτικών μέσων, αφού η απόφασή του περί απορρίψεως ως αόριστης της αγωγής ήταν αποτέλεσμα της εφαρμογής νομικών κανόνων, αφετέρου δε για να στηριχθεί η περί ενοχής κρίση έγινε δεκτή χωρίς έρευνα ένορκη κατάθεση μάρτυρα ως ψευδής, μολονότι από τον πρώτο βαθμό ο παραπάνω μάρτυρας απαλλάχθηκε για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα.
Στην μελέτη επιχειρείται η ανάλυση του ζητήματος της σύγκρουσης καθηκόντων επί της διαλογής ασθενών, γνωστής ως “triage”, από τη σκοπιά τόσο της ελληνικής όσο και της γερμανικής ποινικής επιστήμης. Μετά την συνοπτική παρουσίαση των διαφορετικών μορφών διά των οποίων δύναται να λάβει χώρα, ερευνάται το κατά πόσον το τραγικό αυτό ηθικό δίλημμα, το οποίο ενδεχομένως έχει κληθεί να αντιμετωπίσει ο ιατρός εν μέσω πανδημίας, εμπίπτει στις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες σύμφωνα με το νέο άρθρο 33 ΠΚ οδηγούν μόνο στην άρση του καταλογισμού ή αν, αντίθετα, το δίλημμα αυτό αποτελεί λόγο που αίρει το άδικο της εκάστοτε απόφασής του, θέση η οποία υποστηρίζεται από μεγάλη μερίδα της γερμανικής θεωρίας.