Αντικείμενο της μελέτης είναι η ερμηνευτική ανάλυση ορισμένων ρυθμίσεων που σχετίζονται με τις συμβάσεις οπτικοακουστικής παραγωγής, ιδίως ζητημάτων σχετικών με την αμοιβή του σκηνοθέτη. Πιο συγκεκριμένα εξετάζεται κατά πόσον είναι νόμιμη η ρήτρα που δεν συμπεριλαμβάνει στα έσοδα εκμετάλλευσης της ταινίας τα χρηματικά ποσά τα οποία καταβάλλονται στον παραγωγό για αγορά δικαιωμάτων από τρίτους, καθώς και τα ποσά που προκαταβάλλονται έναντι των μελλοντικών εσόδων εκμετάλλευσης από τους διανομείς στον αρχικό παραγωγό της ταινίας.
Αντικείμενο της μελέτης είναι η ερμηνευτική προσέγγιση του θεσμού της χρηματικής ποινής, και ιδίως του τρόπου υπολογισμού της, μετά την θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα. Αρχικά εξετάζεται το νέο σύστημα υπολογισμού διά των ημερησίων μονάδων, όπως ορίζεται στο άρθρο 57 νΠΚ σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 80 νΠΚ. Στην συνέχεια επιχειρείται μια συστηματική ταξινόμηση περιπτώσεων εφαρμογής του παλαιού συστήματος υπολογισμού της χρηματικής ποινής ή του νέου, με κριτήριο τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος και την σχέση αυτού με τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα. Επίσης λαμβάνεται υπόψιν ο χαρακτήρας του αδικήματος υπό την έννοια της κατάταξής του στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Τέλος, η μελέτη ολοκληρώνεται με την θέση ότι ο τρόπος υπολογισμού της χρηματικής ποινής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν της το συστηματικό κριτήριο της ενότητας των διατάξεων των άρθρων 57 και 80 νΠΚ, κυρίως δε την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 νΠΚ.
Σύμφωνα με το νέο άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τον Ν. 4335/2015, είναι πλέον δυνατή η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (και η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης) δυνάμει απλώς οριστικής καταψηφιστικής απόφασης, η οποία μάλιστα δεν είναι απαραίτητο να έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή.
Στην μελέτη περιγράφονται τα σημαντικότερα από τα δογματικής φύσης ζητήματα που συνοδεύουν το σύστημα της χρηματικής ποινής του νέου Ποινικού Κώδικα. Η προσέγγισή τους επιχειρείται στη βάση της εξελικτικής τους διάστασης με σημείο αναφοράς το μοντέλο χρηματικής ποινής και το «σχήμα» μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική υπό τον παλαιό Ποινικό Κώδικα. Ιδιαίτερα αξιολογείται η φύση της υποκατάστατης στερητικής της ελευθερίας ποινής και ο τρόπος διαχείρισής της στο ευρύτερο σύστημα του ποινικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού.
Η μελέτη εξετάζει το ζήτημα του εννοιολογικού περιεχομένου του όρου «οριστική απόφαση» στο άρθρο 724 ΚΠολΔ, μετά από την τροποποίησή του με τον ν. 4335/2015, ο οποίος καθιέρωσε και την οριστική απόφαση (εκτός από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και την διαταγή πληρωμής) ως τίτλο για την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης και την επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως.
Με ιδιαίτερη αναφορά στις διατάξεις που ορίζουν τα αποδεικτικά μέσα και τις ανακριτικές πράξεις, στην μελέτη επιχειρείται να καταστεί σαφής ο καθοριστικός ρόλος του εισαγγελέα στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, ενώ περαιτέρω αναδεικνύεται το ρυθμιστικό πεδίο, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του στην ενδιάμεση διαδικασία με αναφορά κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 ΚΠΔ και στις τροποποιήσεις που επήλθαν σε αυτές.
Δικαίωμα του πατέρα που αναγνώρισε εκούσια την πατρότητα τέκνου να ζητήσει ακύρωση της δήλωσης αναγνώρισης λόγω ουσιώδους πλάνης του. Το εν λόγω δικαίωμα ακύρωσης της εκούσιας αναγνώρισης με βάση τις γενικές διατάξεις για την πλάνη δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους.