Η ένταξη κάποιας ουσίας στις περιλαμβανόμενες στους πίνακες που αναφέρονται στην διάταξη του άρ. 1 παρ. 2 ΚΝΝ αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ποινικής διατάξεως στην οποία προβλέπεται το έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών. Η ΚΥΑ με την οποία προστίθεται ή αφαιρείται από τους ως άνω πίνακες μια ουσία υπόκειται στον κανόνα του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ, η δε εφαρμογή της ελέγχεται υπό το πρίσμα του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠΔ. Η Υπουργική Απόφαση με την οποία απλώς μεταφέρεται σε άλλο πίνακα της ίδιας διατάξεως μια ήδη ενταγμένη σε αυτήν ναρκωτική ουσία, για λόγους επιστημονικής ορθότητας αναφορικά με την ομαδοποίηση των συγγενών ουσιών, είναι αδιάφορη σε σχέση με την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος.
Το σήμα, ως σημείο συνιστάμενο σε διακριτικό γνώρισμα, αποτελεί έγγραφο με την έννοια του νόμου και ως εκ τούτου η τυχόν εκτύπωση ή αλλοίωσή του χωρίς την άδεια του δικαιούχου και η επικόλλησή του σε όμοια προϊόντα, τα οποία προσφέρονται στο κοινό ως προερχόμενα από την επιχείρηση που τα παράγει, θεμελιώνει το έγκλημα της πλαστογραφίας, ενώ η έκθεση των εν γνώσει απομιμητικών προϊόντων σε προθήκες καταστήματος προς πώληση συνιστά το έγκλημα της χρήσεως πλαστού. Παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι παραγωγοί και πωλητές απομιμητικών προϊόντων ποδοσφαιρικών ομάδων για τα αδικήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας σε εμπορική κλίμακα, της παράβασης των διατάξεων περί εμπορικών σημάτων και των διατάξεων περί αθεμίτου ανταγωνισμού, αξιολογουμένων ως μη πειστικών των ισχυρισμών περί γεωγραφικής διαφοράς της δραστηριότητας των επιχειρήσεων και περί νομικής πλάνης.
Κηρύσσονται ένοχοι για χρήση πλαστών εγγράφων και απάτη από κοινού κατά συρροή, καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας περί εμπορικών σημάτων (άρ. 156 παρ. 1 στ. α΄ σε συνδ. με άρ. 125 παρ. 3 Ν. 4072/2012) και πνευματικής ιδιοκτησίας (άρ. 66 παρ. 1 Ν. 2121/1993) οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι εν γνώσει τους και χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των πελατών διέθεσαν μη γνήσια προϊόντα σε κατάστημα παιχνιδιών, έθεσαν δε σε κυκλοφορία το πνευματικό έργο και τις ετικέτες των διεθνώς αναγνωρισμένων και κατοχυρωμένων σημάτων των επώνυμων εταιρειών χωρίς την συναίνεση των τελευταίων.
Τίθεται στο αρχείο υπόθεση αφορώσα το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από απιστία ή συμμετοχή σε αυτή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαρισμό, καθόσον δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα, αφού δεν προέκυψε το εγκληματικό προϊόν του βασικού αδικήματος, ούτε στοιχεία που να πληρούν την ποινική υπόσταση ενός εκ των τεσσάρων νομοτυπικών μορφών του εγκλήματος της νομιμοποίησης, ούτε ενδείξεις προσπάθειας νομιμοποίησης.
Αιτιολογημένως καταδικάσθηκαν για κακοποίηση ζώου συντροφιάς οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, αφού εισήλθαν στον αύλειο χώρο διώροφης μονοκατοικίας με σκοπό να διαπράξουν κλοπή, θανάτωσαν διά πνιγμού ένα από τα δύο σκυλιά του ιδιοκτήτη, ράτσας bulldog, χτυπώντας το αρχικά με κατσαβίδι και στην συνέχεια κλείνοντάς το σε πλαστικό σακί, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν τον θάνατό του από ασφυξία.
Ορθώς και άνευ υπερβάσεως εξουσίας α) έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξη εις βάρος των κατηγορουμένων για απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθησιν με περιουσιακή ζημία άνω των 120.000 ευρώ, ηθική αυτουργία στην πράξη και συνέργεια σε αυτήν, αφού δεν υπεβλήθη νομοτύπως έγκληση εντός της νόμιμης προθεσμίας, και β) δεν έγινε κατηγορία εις βάρος των κατηγορουμένων για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ εξακολούθησιν, αφού εξέλιπε το βασικό αδίκημα της απιστίας.
Με τη θέσπιση του ν. 4624/2019 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων τυποποιήθηκε για πρώτη φορά στην παράγραφο 4 το ποσοτικό κριτήριο των 120.000 ευρώ, συνδεόμενο με τον υπερχειλή σκοπό του δράστη. Η κακότεχνη διατύπωση της διάταξης, σε συνδυασμό με την ισχνή νομολογιακή της επεξεργασία, έχουν προκαλέσει σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν υποστηριχθεί στην επιστήμη περισσότερες απόψεις σε σχέση με την ορθή προσέγγιση του άρθρου 38 παρ. 4 και τις ακριβείς προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτησή του. Με αφορμή την ΑΠ 686/2021 (η οποία έκρινε ότι ο σκοπός βλάβης του δράστη στοιχειοθετεί κακούργημα ανεξαρτήτως ποσού), εκφράζονται ορισμένες σκέψεις και προβληματισμοί ως προς την ορθότητα της υιοθετούμενης λύσης.
Αναιρείται εν μέρει, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρ. 32 παρ. 3 και 4, 92 και 96α του Ν. 4745/2020, των άρ. 55Α παρ. 3 του Ν. 4174/2013 (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρ. 32 του Ν. 4745/2020) και του άρ. 2 ΠΚ και λόγω αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για φοροδιαφυγή διά της παραλείψεως υποβολής δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος, με αναλογούντα φόρο ποσού υπερβαίνοντος τα 15.000 ευρώ, κατά την διαχειριστική περίοδο 1.1.2006 έως 31.12.2006 (οικονομικό έτος 2007), με χρόνο οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής στις 18.2.2014.