Απορρίπτεται η υπό κρίσιν έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ως αβάσιμη, καθόσον κρίνεται ότι η επιβληθείσα εις βάρος του εφεσιβλήτου ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε μηνών με αναστολή για το αδίκημα της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων (δύο ΤΠΥ μικτής αξίας 70.800 ευρώ έκαστο) παρίσταται ικανή να καταστείλει κατά τρόπο αποτελεσματικό, αποτρεπτικό και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας την αντίστοιχη διοικητική παράβαση που του αποδόθηκε, κατά συνέπεια δε ορθώς ακυρώθηκε η ένδικη πράξη επιβολής προστίμου με την εκκαλούμενη απόφαση.
Με αφορμή την υπ’ αριθμ. 319/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου εξετάζονται διάφορα ζητήματα που ανακύπτουν παρ’ ημίν σε σχέση με την εκτέλεση της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας (ΕΕΕ). Ειδικότερα, εξετάζεται το εύρος προστασίας σειράς δικαιωμάτων του καθ’ ου η ΕΕΕ που καλείται σε απολογία, η δυνατότητα εκτέλεσης ΕΕΕ επί εγκλήματος παραγεγραμμένου κατά το εσωτερικό δίκαιο, τέλος δε το ζήτημα της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών του κράτους έκδοσης της ΕΕΕ.
Η αρχή εκτελέσεως Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας υποχρεούται να ζητήσει από την αρχή εκδόσεως την αποστολή του ελλείποντος υλικού της δικογραφίας, προκειμένου ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτό, εφόσον δεν αρνηθεί να απολογηθεί και το ζητήσει· διαφορετικά, η εις εκτέλεσιν της ΕΕΕ κλήση του σε απολογία πάσχει από απόλυτη ακυρότητα. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, επειδή το συμβούλιο εφετών παρέλειψε να διαγνώσει την συνδρομή της εν λόγω ακυρότητας.
Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια πρώτη παρουσίαση του κάθετου μοντέλου συνεργασίας σε διασυνοριακές υποθέσεις που εισάγει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12.10.2017 «σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας», σε αντιδιαστολή και σύγκριση με τον κύριο θεσμό οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ποινικής απόδειξης, ήτοι την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, ενώ παράλληλα αναλύεται το καθεστώς συνεργασίας στην ποινική απόδειξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αφενός μεν με τα κράτη μέλη της Ένωσης που δεν συμμετέχουν σε αυτήν, αφετέρου δε με τις τρίτες χώρες.
Στην μελέτη γίνεται δεκτή η θέση ότι η συνύπαρξη του κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τις εθνικές δικονομικές διατάξεις, που επίσης εφαρμόζονται, είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα προβλεψιμότητας και ασφάλειας δικαίου. Λύσεις που ακολουθήθηκαν σε άλλες έννομες τάξεις, για να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μπορούν να εμπνεύσουν τη νομοθετική αντιστοίχιση μιας σειράς εθνικών διατάξεων με το γράμμα και το πνεύμα του Κανονισμού ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εκφράζει το αποτύπωμα μιας ιστορικής στιγμής. Μετά από μια μακρά διαδικασία αναζήτησης συμβιβασμών, θεσμοθετήθηκε τελικά ένα πολύπλοκο σύστημα «ευρωπαϊκής διερεύνησης, δίωξης και παραπομπής» προσώπων για εγκλήματα που στρέφονται σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η συγκέντρωση κρίσιμων ποινικών εξουσιών στην αρμοδιότητα ενός ενωσιακού φορέα και η άσκηση αυτών μέσα από μια ιδιότυπη συμβίωση ενωσιακού και επιμέρους εθνικών (ουσιαστικών και δικονομικών) ποινικών δικαίων έθεσε και θέτει ως καίρια πρόκληση τη διασφάλιση πρόσφορων εγγυήσεων δικαστικής προστασίας. Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται η προσέγγιση της οικείας προβληματικής και η ανάδειξη ορισμένων σοβαρών προβλημάτων της ελληνικής προσαρμογής.
Εφόσον διαπιστώνεται από δικαστική αρχή η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής “ne bis in idem”, απαγορεύεται η εκτέλεση ερυθράς αγγελίας της Interpol σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Στην μελέτη γίνεται δεκτή η θέση ότι το ισχύον στην Ελλάδα νομοθετικό πλαίσιο για την πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και θέσης για λόγους εθνικής ασφάλειας φαίνεται να πληροί τις εγγυήσεις και τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με τις αποφάσεις του ΔΕΕ, ιδίως με την απόφαση C-623/17 Privacy International, έτσι ώστε οι σχετικές ρυθμίσεις να είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο.