Η απόφαση στην κατ’ έφεσιν δίκη για εξέταση μαρτύρων που δεν κλητεύθηκαν αλλά είναι παρόντες στο ακροατήριο είναι προπαρασκευαστική και για τον λόγο αυτόν μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο κατά την νέα μετά διακοπή συζήτηση της υποθέσεως. Επιτρεπτώς αναγνώσθηκαν αποσπάσματα από την προανακριτική απολογία της κατηγορουμένης (την οποία η ίδια θεωρεί ως άκυρη, ενόψει του ότι δεν είχε συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους και αρνήθηκε να την υπογράψει), διότι περιέπεσε σε αντιφάσεις κατά την επ’ ακροατηρίω απολογία της.
Δικαίωμα παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει ο κατ’ άμεσο τρόπο παθών από την αξιόποινη πράξη, ο οποίος διατηρεί ενεργή αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης κατά του κατηγορουμένου κατά τον χρόνο που εισάγεται η υπόθεση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου· τέτοιο δικαίωμα δεν υφίσταται σε περίπτωση που η σχετική αξίωση έχει υποπέσει σε παραγραφή. Όταν ο χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος είναι μακρύτερος από αυτόν της αξίωσης αποζημίωσης, τότε και η αστική αξίωση παραγράφεται στον μακρύτερο αυτόν χρόνο. Ο χρόνος παραγραφής των αδικημάτων διακόπτεται κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, μόνον εφόσον γίνει νομότυπα δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, διότι αυτή εξομοιώνεται τότε με την άσκηση αγωγής.
Αν η καταδίκη αφορά πράξη η οποία με μεταγενέστερο νόμο κατέστη μη αξιόποινη, η καταδικαστική απόφαση διαγράφεται από τα δελτία ποινικού μητρώου. Με το άρ. 469 ΠΚ απαλείφθηκε το αξιόποινο της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που προέρχονται από την μη εκτέλεση χρηματικών ποινών οι οποίες επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και των σχετικών με αυτά προσαυξήσεων, τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων. Γίνεται δεκτή η αίτηση για διαγραφή από το ποινικό μητρώο του αιτούντος προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης για παράβαση του άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, διότι η τελευταία με ρητή διάταξη μεταγενέστερου νόμου (άρ. 469 ΠΚ, με το οποίο προστέθηκε εδάφιο γ΄ στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990) κατέστη ανέγκλητη.
Η αρχή της αναλογικότητας δεσμεύει τον ανακριτή σε κάθε στάδιο διενέργειας οποιασδήποτε ανακριτικής πράξης, αφού κατοχυρώνεται στο υπέρτερης τυπική ισχύος άρ. 25 Συντ. Γίνεται δεκτή η αίτηση του πρώτου αιτούντος προς άρση της κατάσχεσης που είχε επιβληθεί σε σκάφος ιδιοκτησίας του, διότι εκτιμήθηκε ότι η βλάβη που θα υφίστατο από την διατήρηση της κατάσχεσης δεν θα ήταν πρόσφορη, αναγκαία και αναλογική, αφού μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος δεν είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση των ρουμανικών δικαστηρίων που να ορίζει την τύχη της κατάσχεσης, αλλά και η συντήρηση του σκάφους κατέστη στο μεταξύ αδύνατη, με αποτέλεσμα η αξία του να μειωθεί σε μεγάλο ποσοστό.
Ποινική διαπραγμάτευση. Το δικαστήριο που καλείται να επικυρώσει το πρακτικό διαπραγμάτευσης μπορεί να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης που αποδίδει σε αυτήν ο εισαγγελέας, εφόσον δεν επιδεινώνει την θέση του κατηγορουμένου και, κατ’ επέκτασιν, να επιβάλλει ποινή μικρότερου ύψους σε σχέση με την συμφωνηθείσα. Μπορεί επίσης να αναγνωρίσει την συνδρομή ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή και να χορηγήσει αναστολή στην εκτέλεση της ποινής του.
Σιωπηρή απόρριψη από τον Άρειο Πάγο αιτήματος του προσφεύγοντος για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Η επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου συνιστά εν προκειμένω κατάλληλο επανορθωτικό μέτρο.
Δεν αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο η αποκάλυψη των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, διότι με την εκ του άρ. 19 Συντ. αναφερόμενη αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας προστατεύεται το περιεχόμενο της επικοινωνίας και όχι η ύπαρξή της και τα εξωτερικά της στοιχεία.
Είναι αδύνατη η εξαντλητική απαρίθμιση όλων των σοβαρών λόγων ευπρέπειας (άρ. 23 παρ. 2 ΚΠΔ) που συνιστούν λόγους αποχής δικαστικού λειτουργού από την άσκηση των καθηκόντων του. Η συνδρομή ή μη των λόγων αυτών αποτελεί ζήτημα πραγματικό, εξεταζόμενο in concreto. Ο όρος “ευπρέπεια” περιέχει αντικειμενική κρίση σχετικά τις δημιουργούμενες αμφιβολίες ως προς την αντικειμενική και ανεπηρέαστη διερεύνηση συγκεκριμένης υπόθεσης. Σε αντίθεση όμως προς την επιταγή αντικειμενικής συνδρομής πραγματικών περιστατικών του άρ. 15 ΚΠΔ, στην περίπτωση αποχής για λόγους ευπρέπειας, αρκεί η αμφιβολία στο πρόσωπο του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού (υποκειμενικό κριτήριο) ότι θα κρίνει ανεπηρέαστα την υπόθεση. Συντρέχει λόγος εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού από την συμμετοχή της στην σύνθεση του Συμβουλίου που κρίνει επί της προσφυγής (άρ. 581 ΚΠΔ) της προσφεύγουσας και ήδη εγκαλούσας, εις βάρος της δικαστικού λειτουργού, για «κατάχρηση εξουσίας ή και παράβαση καθήκοντος αλλά και εσχάτη προδοσία» στο πλαίσιο έκδοσης καταδικαστικής εις βάρος της απόφασης. (και μειοψ.)