Είναι αδύνατη η εξαντλητική απαρίθμιση όλων των σοβαρών λόγων ευπρέπειας (άρ. 23 παρ. 2 ΚΠΔ) που συνιστούν λόγους αποχής δικαστικού λειτουργού από την άσκηση των καθηκόντων του. Η συνδρομή ή μη των λόγων αυτών αποτελεί ζήτημα πραγματικό, εξεταζόμενο in concreto. Ο όρος “ευπρέπεια” περιέχει αντικειμενική κρίση σχετικά τις δημιουργούμενες αμφιβολίες ως προς την αντικειμενική και ανεπηρέαστη διερεύνηση συγκεκριμένης υπόθεσης. Σε αντίθεση όμως προς την επιταγή αντικειμενικής συνδρομής πραγματικών περιστατικών του άρ. 15 ΚΠΔ, στην περίπτωση αποχής για λόγους ευπρέπειας, αρκεί η αμφιβολία στο πρόσωπο του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού (υποκειμενικό κριτήριο) ότι θα κρίνει ανεπηρέαστα την υπόθεση. Συντρέχει λόγος εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού από την συμμετοχή της στην σύνθεση του Συμβουλίου που κρίνει επί της προσφυγής (άρ. 581 ΚΠΔ) της προσφεύγουσας και ήδη εγκαλούσας, εις βάρος της δικαστικού λειτουργού, για «κατάχρηση εξουσίας ή και παράβαση καθήκοντος αλλά και εσχάτη προδοσία» στο πλαίσιο έκδοσης καταδικαστικής εις βάρος της απόφασης. (και μειοψ.)
Για τον χαρακτηρισμό της εκβίασης ως κακουργηματικής απαιτείται τοπική και χρονική αμεσότητα του κακού με το σώμα ή την ζωή του απειλουμένου, χωρίς να αρκεί η εκτόξευση απειλής κακού που θα επέλθει στο μέλλον. Προϋποθέσεις διάταξης προσωρινής κρατήσεως κατά την προδικασία. Για την συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως για το ίδιο κακούργημα πέραν του ενός έτους απαιτείται μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρ. 292 παρ. 2 ΚΠΔ, οι περιστάσεις τέλεσης του εν λόγω αδικήματος να είναι τέτοιες, που να δικαιολογούν την κατ’ εξαίρεση παράταση της προσωρινής κράτησης, ώστε να αποτραπεί η διάπραξη και άλλων εγκλημάτων από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, βάσει της βαρύτητας της πράξεως, του είδους, της φύσεως και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτής ή του τρόπου τελέσεώς της, καθώς και της επικινδυνότητας του προσωρινώς κρατουμένου και της πιθανότητας τελέσεως από αυτόν παρόμοιων πράξεων, αν αφεθεί ελεύθερος. Διατάσσεται η απόλυση και η επιβολή περιοριστικών όρων των κατηγορουμένων για σύσταση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση με μέλη εγκλείστους σε καταστήματα κράτησης, με δομημένη δράση και υποδομή για την τέλεση, μεταξύ άλλων, κακουργηματικών εκβιάσεων εις βάρος δικηγόρων.
Η ακυρότητα που αφορά στην κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι σχετική, καλύπτεται δε, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προβάλει αντιρρήσεις μέχρι την έναρξη της συζήτησης, ήτοι μέχρι την απαγγελία της κατηγορίας και όχι μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ήτοι την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου, πολλώ δε μάλλον μετά την έναρξη αυτής. Υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν το δικαστήριο της ουσίας παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αντί να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης, καθόσον δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διότι, αφού κηρύχθηκε η ως άνω ακυρότητα, που προβλήθηκε μόνο από δύο εκ των πέντε κατηγορουμένων, το δικαστήριο προχώρησε στην κήρυξη της ακυρότητας των κλητηρίων θεσπισμάτων και για τον ωσεί παρόντα αλλά και για τους δύο άλλους κατηγορουμένους, μολονότι δεν προβλήθηκε σχετική ένσταση από αυτούς, στην συνέχεια δε, χωρίς να εξετασθεί η ουσία της υπόθεσης, έπαυσε οριστικά η εις βάρος τους ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Κεντρικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του θεσμού του plea bargaining είναι η ανταλλαγή της ομολογίας του κατηγορουμένου με την επιβολή μειωμένης ποινής. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως δεν απαιτείται η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι ελήφθησαν υπόψιν και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά κατ’ επιλογήν. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης, διότι δεν παράγεται βεβαιότητα σχετικά με το ότι ελήφθησαν υπόψιν τα στοιχεία της δικογραφίας, πέραν των δύο εγγράφων που αναφέρονται ως αναγνωστέα. Επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στους συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος.
H πραγματογνωμοσύνη αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, διαφορετικό από τα έγγραφα, και ως εκ τούτου για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν αρκεί μόνη η αναφορά στα έγγραφα, αλλά απαιτείται να μνημονεύεται αυτή ειδικά, ώστε να προκύπτει με βεβαιότητα ότι ελήφθη υπόψιν. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράνομη εισαγωγή, εμπορία, διάθεση και κατοχή όπλων, διότι α) μεταξύ των αποδεικτικών μέσων δεν περιλαμβάνονται οι αναφερόμενες στα πρακτικά, ως αναγνωσθείσες, δύο εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, β) ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα εμφιλοχωρεί αντίφαση σε σχέση με τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεων, καθώς και ως προς το αν έγιναν χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, και γ) ως προς τον δεύτερο δεν διαλαμβάνονται αιτιολογίες αναφορικά με την άσκηση εκ μέρους του φυσικής εξουσίας επί των όπλων.
Η επ’ ακροατηρίω ανάγνωση ενόρκων καταθέσεων απολειπομένων μαρτύρων, οι οποίες δόθηκαν στην προδικασία, κατά παράβαση του άρ. 363 ΚΠΔ, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, καθώς και η αρχή της προφορικότητας.
Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η επισκόπηση των νομοθετικών παρεμβάσεων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η οποία γίνεται –κατά κανόνα– με βάση τα άρθρα του ΚΠΔ, που αντίστοιχα τροποποιούνται, προκειμένου ο αναγνώστης να αποκτά άμεση ενημέρωση στο κείμενο, το οποίο ισχύει στην τελευταία διαμόρφωσή του, ενώ με τις ερμηνευτικές και –σε αρκετά σημεία– κριτικές παρατηρήσεις επιχειρείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των σχετικών ρυθμίσεων.
Αναιρείται λόγω υπερβάσεως εξουσίας και λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, διότι ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής για πράξεις παράνομης διακίνησης ναρκωτικών επιπλέον εκείνων για τις οποίες είχε ήδη καταδικασθεί αμετακλήτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, με τον τρόπο αυτό, αφενός μεν επήλθε νομική χειροτέρευση της θέσης του, αφετέρου δε επλήγη ευθέως το τεκμήριο αθωότητάς του, καθόσον του αποδόθηκαν πράξεις για τις οποίες δεν άσκησε τα υπερασπιστικά του δικαιώματα.