Απορρίπτονται ως απαράδεκτοι οι περί απολύτου ακυρότητος και ελλείψεως αιτιολογίας λόγοι αναιρέσεως α) που αναφέρονται στην παράλειψη απάντησης του δικαστηρίου στο αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, καθόσον το αίτημα αυτό υπεβλήθη όχι από τους αναιρεσείοντες, αλλά από συγκατηγορουμένους τους, και β) που αναφέρονται στην παράλειψη τοποθέτησης του Εισαγγελέως της έδρας επί των ισχυρισμών των κατηγορουμένων, επειδή η σχετική τοποθέτηση εμπεριέχεται στην πρότασή του επί της ενοχής των κατηγορουμένων.
Το οπτικοακουστικό υλικό καταγραφής της κατάθεσης ανήλικου μάρτυρα, θύματος προσβολής προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της σχηματιζόμενης ανακριτικής δικογραφίας και, ως εκ τούτου, πρέπει να δίνεται και στο στάδιο της προδικασίας η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να αποκτήσει πρόσβαση στο υλικό αυτό (κατ’ άρ. 100 παρ. 1 ΚΠΔ). Παράλειψη παροχής στον κατηγορούμενο της δυνατότητας αυτής κατά την προδικασία δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα. Κηρύσσονται άκυρες οι ληφθείσες ανωμοτί καταθέσεις των τριών ανηλίκων μαρτύρων, λόγω απόλυτης ακυρότητας κατά την προδικασία που αφορά στα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, εφόσον οι καταθέσεις αυτές δεν καταγράφηκαν σε οπτικοακουστικό μέσο· διατάσσεται η επανάληψη της λήψης των καταθέσεων αυτών. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση.
Η “αρχή της μη επαναπροώθησης” των προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας εφαρμόζεται πλήρως επί εκδόσεως. Η εκ μέρους του εκζητουμένου υποβολή αιτήσεως για διεθνή προστασία στις αρμόδιες ελληνικές αρχές με την επίκληση φόβου δίωξής του δεν ασκεί έννομη επιρροή στην δίκη για την έκδοση.
Ο εξαιρετικός τρόπος εισαγωγής των κακουργημάτων που αναφέρονται στο άρ. 309 παρ. 1 ΚΠΔ στο ακροατήριο με απευθείας κλήση δεν εφαρμόζεται ως προς τα συναφή (κατά τα άρ. 128, 129 ΚΠΔ) εγκλήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, για τα οποία πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία των συμβουλίων.
Η παράλειψη της υποχρέωσης διερεύνησης αν ο κατηγορούμενος ομιλεί και κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, ακόμη και αν ο αλλοδαπός κατηγορούμενος δεν δηλώσει ότι δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα.
Μέρος των πρακτικών της καταδικαστικής απόφασης δύναται να χαρακτηριστεί ως χωρίο ουσιώδους εγγράφου που χρήζει μετάφρασης, αν η απόφαση παρέπεμψε στο περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης. Με τις διατάξεις σχετικά με το έγκλημα της δωροληψίας και της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα προστατεύονται υπερατομικά έννομα αγαθά ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος και όχι αγαθά σχετικά με την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Για τα εγκλήματα αυτά δεν παρέχεται νόμιμο έρεισμα προς παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας. Η ρύθμιση για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αποσκοπεί στην προστασία υπερατομικών εννόμων αγαθών και αφορά στην απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, με την πράξη της νομιμοποίησης είναι δυνατόν να συμπροσβάλλονται ιδιωτικά έννομα αγαθά, και δη του αμέσως ζημιωθέντος από το βασικό έγκλημα, αν η αρχική προσβολή με το βασικό έγκλημα εμβαθύνεται με την μετέπειτα πράξη της νομιμοποίησης, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το βασικό αδίκημα στρέφεται κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων. Η απολογία του κατηγορουμένου που δόθηκε σε αλλοδαπή δικαστική αρχή στο πλαίσιο εξέτασης συναφών εγκλημάτων δεν δύναται να αναγνωστεί ολόκληρη, διότι με τον τρόπο αυτόν προσβάλλεται το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου.
Η απόφαση στην κατ’ έφεσιν δίκη για εξέταση μαρτύρων που δεν κλητεύθηκαν αλλά είναι παρόντες στο ακροατήριο είναι προπαρασκευαστική και για τον λόγο αυτόν μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο κατά την νέα μετά διακοπή συζήτηση της υποθέσεως. Επιτρεπτώς αναγνώσθηκαν αποσπάσματα από την προανακριτική απολογία της κατηγορουμένης (την οποία η ίδια θεωρεί ως άκυρη, ενόψει του ότι δεν είχε συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους και αρνήθηκε να την υπογράψει), διότι περιέπεσε σε αντιφάσεις κατά την επ’ ακροατηρίω απολογία της.