Παύει οριστικώς λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων για από κοινού και κατ’ εξακολούθησιν τέλεση απάτης με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 120.000 ευρώ εις βάρος του Δημοσίου και νόθευση εγγράφου από υπάλληλο με συνολικό όφελος ή ζημία άνω των 120.000 ευρώ εις βάρος του Δημοσίου, για ηθική αυτουργία στις ανωτέρω πράξεις κατά συρροή και κατ’ εξακολούθησιν, καθώς και για έκδοση ψευδούς βεβαιώσεως ο υπαίτιος της οποίας είχε σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος άνω των 120.000 ευρώ, υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου (με προκληθείσα κατ’ αυτού ζημία άνω των 150.000 ευρώ, χαρακτηριζόμενη ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας), αφού από την τέλεση των εν λόγω πράξεων έως και την επίδοση των κλήσεων στους κατηγορουμένους έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος των δεκαπέντε ετών, χωρίς να έχει λάβει χώρα πενταετής αναστολή της παραγραφής.
Γίνεται δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου και αναστέλλεται υπό όρους η εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε επί της εφέσεώς του, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της κατ’ αυτής ασκηθείσης αιτήσεως αναιρέσεώς του, αφού κρίνεται ότι η συνέχιση της έκτισης της ποινής που του επιβλήθηκε (κάθειρξη έξι ετών για απλή συνέργεια σε ληστεία με κεκαλυμμένα χαρακτηριστικά προσώπου) θα είχε ως συνέπεια την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης για την οικογένειά του.
Απορρίπτεται η υπό κρίσιν έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ως αβάσιμη, καθόσον κρίνεται ότι η επιβληθείσα εις βάρος του εφεσιβλήτου ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε μηνών με αναστολή για το αδίκημα της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων (δύο ΤΠΥ μικτής αξίας 70.800 ευρώ έκαστο) παρίσταται ικανή να καταστείλει κατά τρόπο αποτελεσματικό, αποτρεπτικό και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας την αντίστοιχη διοικητική παράβαση που του αποδόθηκε, κατά συνέπεια δε ορθώς ακυρώθηκε η ένδικη πράξη επιβολής προστίμου με την εκκαλούμενη απόφαση.
Κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων για συκοφαντική δυσφήμηση, τελεσθείσα μέσω του διαδικτύου (με αναρτήσεις σχολίων σε ιστοσελίδα), καθόσον η έγκληση της παθούσας υποβλήθηκε αφότου είχε συμπληρωθεί χρονικό διάστημα τριών μηνών από την γνώση εκάστης πράξης (των συκοφαντικών αναρτήσεων) και των στοιχείων (ψευδωνύμων) των κατηγορουμένων.
Απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη η υπό κρίσιν αίτηση για υφ’ όρον απόλυση, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο αιτών, υπήκοος Βουλγαρίας, παρότι έχει επιδείξει καλή διαγωγή κατά την κράτησή του, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα, ενώ επί απολύσεώς του έχει δηλώσει ότι δεν θα διαμείνει στην Χώρα κατά την διάρκεια της δοκιμασίας του αλλά στην Βουλγαρία, όπου βρίσκεται το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να μην συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για να διαταχθεί η απόλυσή του. Σύμφωνη εισαγγελική πρόταση.
Με την παρούσα συμβολή παρουσιάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά των θεσμών της έκτισης της ποινής στην κατοικία, της υπό όρο απόλυσης και της αναβολής ή διακοπής εκτέλεσης της ποινής από καταδικασθέντες με αναπηρία, επιχειρείται μια ερμηνεία των οικείων διατάξεων και συζητούνται ορισμένες προβληματικές που έχουν απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία. Επιπλέον, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής κάθε θεσμού, ώστε να καταστεί ευκρινές πώς επιλύονται προβλήματα που αναφύονται στα σημεία αλληλοεπικάλυψης.
Η παρούσα μελέτη έχει ως αφετηρία μια δικαστική απόφαση του Γερμανικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Με αυτήν διατάχθηκε η δήμευση κρυπτονομισμάτων (bitcoins) ως προϊόντων των εγκλημάτων της αλλοίωσης δεδομένων και της απόκτησης πρόσβασης σε δεδομένα που προστατεύονται έναντι μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης (άρθρα 303a & 202a γερμΠΚ). Στην εν λόγω απόφαση αναδεικνύονται τα πρακτικά προβλήματα ανάκτησης του εγκληματικού πλούτου, ο οποίος μπορεί να συνίσταται σε νέα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο το δικαστήριο παρέβλεψε την πραγματική αδυναμία ανάκτησης του εγκληματικού πλούτου, επιβάλλοντας τυπικά μια πρακτικά αδύνατο να υλοποιηθεί δήμευση. Στη μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι η απόφαση φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη αντιμετώπισης των νέων μορφών εγκλήματος που αναφύονται με τη χρήση των τεχνολογικών μέσων και με την ανεύρεση τρόπων ανάκτησης των εγκληματικών προσόδων.
Απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίσιν αίτηση για υφ’ όρον απόλυση του κρατουμένου, καταδικασθέντος σε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι έξι ετών (με εκτιτέα τα είκοσι), καθόσον αφενός μεν από τα Βιβλία Ηθικού Ελέγχου, αφετέρου δε από την συνολική συμπεριφορά του κατά την κράτησή του συνάγεται ότι η διαγωγή του υπό την έννοια των άρ. 105-106 πΠΚ ήταν “κακή”, ως εκ τούτου δε είναι απολύτως αναγκαία η συνέχιση της κράτησής του. Ο χρόνος πραγματικής έκτισης της ποινής κάθειρξης των είκοσι ετών (εννέα έτη) δεν είναι δυσανάλογος ούτε προσβάλλεται εξ αυτού του λόγου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.