Ο χρόνος κράτησης υπολογίζεται ευεργετικά, μεταξύ άλλων, σε κρατούμενο με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, μόνον εφόσον το ποσοστό αυτό είναι αποτέλεσμα μίας και μόνης νόσου και όχι αθροίσματος περισσότερων παθήσεων. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η απόφαση για τον ευεργετικό υπολογισμό του χρόνου κράτησης αποτελεί επωφελή πράξη με την οποία χορηγούνται ορισμένα δικαιώματα στον κρατούμενο και δεν γίνεται να ανακληθεί για τον λόγο ότι δεν τηρήθηκε οίκοθεν η απαιτούμενη διαδικασία. Κατά την ίδια γνώμη δεν απαιτείται το προβλεπόμενο εκ του νόμου ποσοστό αναπηρίας να προέρχεται από μία μόνο πάθηση στο πρόσωπό του κρατουμένου.
Για την εφαρμογή της διάταξης του άρ. 463 παρ. 4 νΠΚ ενδιαφέρει αποκλειστικώς αν η μόνη προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή είναι αυτή της ισόβιας κάθειρξης και όχι διαζευκτικά και κάποια άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή, ανεξαρτήτως του αν προβλέπεται και χρηματική ποινή. Για το έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος του δράστη άνω των 75.000 ευρώ (άρ. 23 παρ. 2 εδ. α΄ του Ν. 4139/2013) απειλείται, μετά την εφαρμογή του άρ. 463 παρ. 4 νΠΚ, διαζευκτικώς, εκτός από την στερητική της ελευθερίας ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών.
Δικαίωμα παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει ο κατ’ άμεσο τρόπο παθών από την αξιόποινη πράξη, ο οποίος διατηρεί ενεργή αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης κατά του κατηγορουμένου κατά τον χρόνο που εισάγεται η υπόθεση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου· τέτοιο δικαίωμα δεν υφίσταται σε περίπτωση που η σχετική αξίωση έχει υποπέσει σε παραγραφή. Όταν ο χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος είναι μακρύτερος από αυτόν της αξίωσης αποζημίωσης, τότε και η αστική αξίωση παραγράφεται στον μακρύτερο αυτόν χρόνο. Ο χρόνος παραγραφής των αδικημάτων διακόπτεται κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, μόνον εφόσον γίνει νομότυπα δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, διότι αυτή εξομοιώνεται τότε με την άσκηση αγωγής.
Με τον Ν. 4689/2020, ο οποίος ενσωμάτωσε σχετική ενωσιακή Οδηγία, αντικαταστάθηκε η ρύθμιση για το έγκλημα της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ίσχυε με τον Ν. 2803/2000 (κυρωτικό της Σύμβασης PIF). Στον Ν. 4689/2020 τα τέσσερα σχετικά με την απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. αδικήματα περιέχουν ρήτρα επικουρικότητας, επομένως υπερισχύουν έναντι αυτών οι διατάξεις των άρ. 386, 386Α και 386Β ΠΚ, επειδή προβλέπουν εν γένει βαρύτερη ποινή, εφόσον σε αυτά απειλείται σωρευτικώς με την ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή. Αχρεώστητη είσπραξη συνιστά η λήψη ενός μη οφειλόμενου ποσού, ως άμεσο επακόλουθο προδήλως πεπλανημένης περιουσιακής διάθεσης· αχρεώστητη παρακράτηση συνιστά η μη απόδοση ενός ήδη κατ’ αρχήν νομίμως εισπραχθέντος ποσού· η παρακράτηση αντιδιαστέλλεται από την ιδιοποίηση κατά το ότι ο παρακρατών δεν είναι απλώς κάτοχος, αλλά κύριος του αντικειμένου. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου.
Στοιχεία για τον χαρακτήρα του κρατουμένου τα οποία συνάγονται από τις συνθήκες τέλεσης της πράξης για την οποία καταδικάστηκε δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν για την κρίση περί χορηγήσεως ή μη της υφ’ όρον απόλυσης, διότι αυτά έχουν ήδη αξιολογηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής από το δικαστήριο. Γίνεται δεκτή η έφεση του κρατουμένου κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών περί (μη) χορηγήσεως σε αυτόν υφ’ όρον απόλυσης, διότι εσφαλμένα αξιολογήθηκε η διαγωγή του με βάση την τέλεση αξιόποινης πράξης εκ μέρους του κατά την διάρκεια του χρόνου της δοκιμασίας που του χορηγήθηκε με προηγούμενη υφ’ όρον απόλυση, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της παραμονής του στο κατάστημα κράτησης.
Υπό ποίες προϋποθέσεις μπορεί να επιβληθεί ποινή ελαττωμένη σε όποιον κατά τον χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Αιτιολογημένως απερρίφθη ο ισχυρισμός περί συνδρομής του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας, διότι στην απόφαση διαλαμβάνεται ότι η εγκληματική συμπεριφορά του αποτελούσε συνειδητή επιλογή και δεν έχει σχέση με την νεανική ανωριμότητά του. Προϋποθέσεις θεμελίωσης του ισχυρισμού περί προτέρου συννόμου βίου. Για ποιον λόγο ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο. Προϋποθέσεις συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.
Αν η καταδίκη αφορά πράξη η οποία με μεταγενέστερο νόμο κατέστη μη αξιόποινη, η καταδικαστική απόφαση διαγράφεται από τα δελτία ποινικού μητρώου. Με το άρ. 469 ΠΚ απαλείφθηκε το αξιόποινο της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που προέρχονται από την μη εκτέλεση χρηματικών ποινών οι οποίες επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και των σχετικών με αυτά προσαυξήσεων, τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων. Γίνεται δεκτή η αίτηση για διαγραφή από το ποινικό μητρώο του αιτούντος προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης για παράβαση του άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, διότι η τελευταία με ρητή διάταξη μεταγενέστερου νόμου (άρ. 469 ΠΚ, με το οποίο προστέθηκε εδάφιο γ΄ στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990) κατέστη ανέγκλητη.