Ο συλλογικός χαρακτήρας των διεθνών εγκλημάτων δυσχεραίνει σημαντικά το εγχείρημα της εξέτασης των μορφών συμμετοχής και της αναζήτησης της ατομικής ποινικής ευθύνης στο Διεθνές Ποινικό Δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερες προκλήσεις θέτει η ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς των προσώπων, τα οποία από την κορυφή της ιεραρχίας συντονίζουν την εγκληματική δράση χωρίς να βάφουν τα χέρια τους με αίμα. Ακολουθώντας τη σύγχρονη τάση των εθνικών ποινικών συστημάτων για τη διεύρυνση της αυτουργίας στη βάση αξιολογικών κριτηρίων, η νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα της κατάλληλης ποινικής μεταχείρισης των “βασικών υπαιτίων” των διεθνών εγκλημάτων, υιοθετώντας τη γερμανική θεωρία της κυριαρχίας επί της πράξης. Όμως, οι εγγενείς αδυναμίες της θεωρητικής αυτής κατασκευής αλλά και ο τρόπος που την εφαρμόζει το δικαστήριο εγείρουν κριτική τόσο από μέλη της μειοψηφίας του δικαστηρίου όσο και από μερίδα των θεωρητικών. Θα ήταν, συνεπώς, σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο τροποποιήσεων στο πεδίο των εγκλημάτων του Καταστατικού, με την προσθήκη παραλλαγών που θα δομούνταν πλέον γύρω από τη δράση των βασικών υπευθύνων για το άδικο της δημιουργίας και της συντήρησης παράνομων συστημάτων εξόντωσης και κακομεταχείρισης ολόκληρων ομάδων και πληθυσμών.
Παύει οριστικώς η ποινική δίωξη για το πλημμέλημα της χρήσης πλαστού εγγράφου, πράξη φερομένη ως τελεσθείσα στην αλλοδαπή στις 8.3.2010 από την κατηγορουμένη, η οποία επέδειξε πλαστή σύμβαση εργασίας στον εκπρόσωπο του παθόντος σωματείου, προκειμένου να τον παραπλανήσει για την γνησιότητά της, διότι, ενώ απαιτείτο νομότυπη και εμπρόθεσμη έγκληση και παρά το γεγονός ότι το παθόν σωματείο γνώριζε από τις 12.3.2010 την αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη πράξη, το τελευταίο κατέθεσε την έγκλησή του στις 25.7.2012, ήτοι σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου, με αποτέλεσμα την εξάλειψη του αξιοποίνου της εν λόγω πράξεως.