Κωνσταντίνος Χατζηκώστας

Η διεύρυνση της αυτουργίας στο Διεθνές Ποινικό Δίκαιο

Ο συλλογικός χαρακτήρας των διεθνών εγκλημάτων, αλλά και το γεγονός ότι αυτά τελούνται σε ποικίλα οργανωτικά περιβάλλοντα, δυσχεραίνουν σημαντικά το εγχείρημα της εξέτασης των μορφών συμμετοχής και της αναζήτησης της ατομικής ποινικής ευθύνης στο Διεθνές Ποινικό Δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερες προκλήσεις θέτει η ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς των προσώπων, τα οποία από την κορυφή της ιεραρχίας συντονίζουν την εγκληματική δράση χωρίς να βάφουν τα χέρια τους με αίμα, αφού συνήθως γίνεται δεκτό ότι η τιμώρησή τους ως “απλών” συμμετόχων δεν θα συνιστούσε ικανοποιητική λύση από κανονιστική και δικαιοπολιτική άποψη. Ακολουθώντας τη σύγχρονη τάση των εθνικών ποινικών συστημάτων για τη διεύρυνση της αυτουργίας στη βάση αξιολογικών κριτηρίων, η νομολογία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα της κατάλληλης ποινικής μεταχείρισης των “βασικών υπαιτίων” των διεθνών εγκλημάτων, υιοθετώντας τη γερμανική θεωρία της κυριαρχίας επί της πράξης. Όμως, οι εγγενείς αδυναμίες της θεωρητικής αυτής κατασκευής αλλά και ο τρόπος που την εφαρμόζει το δικαστήριο για την κατάφαση συναυτουργίας, έμμεσης αυτουργίας και έμμεσης συναυτουργίας, εγείρουν κριτική τόσο από μέλη της μειοψηφίας του δικαστηρίου όσο και από μερίδα των θεωρητικών. Στην πραγματικότητα, το δικαστήριο επιχειρεί να απαντήσει στο αυξημένο άδικο της συμπεριφοράς των “βασικών υπαιτίων” που οφείλεται στην αποφασιστική συμβολή τους στη συνολική εγκληματική δράση, με την κατάφαση αυτουργικής ευθύνης για τη συμμετοχή τους στις “μεμονωμένες” πράξεις των ειδικών υποστάσεων που τυποποιούνται στο Καταστατικό της Ρώμης. Θα ήταν συνεπώς σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο τροποποιήσεων στο πεδίο των εγκλημάτων του Καταστατικού, με την προσθήκη παραλλαγών που θα δομούνταν πλέον γύρω από τη δράση των βασικών υπευθύνων για το άδικο της δημιουργίας και της συντήρησης παράνομων συστημάτων εξόντωσης και κακομεταχείρισης ολόκληρων ομάδων και πληθυσμών.

Δείτε περισσότερα εδώ.