Η μελέτη εστιάζει στην προβληματική της προστασίας του δημόσιου τομέα στην ψηφιακή εποχή στο πλαίσιο της ενωσιακής εναρμόνισης της πνευματικής ιδιοκτησίας. Καταρχάς αναλύονται η αρχή της ελεύθερης πρόσβασης σε έργα του δημόσιου τομέα και οι περιορισμοί της. Εν συνεχεία αναπτύσσεται το πρόβλημα της σύγχρονης διόγκωσης της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομίας, που αποτελεί κίνδυνο για την αρχή του δημόσιου τομέα. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες πηγάζουν από την έννοια της πολιτιστικής κληρονομίας παραβιάζουν το ενωσιακό κεκτημένο όσον αφορά στην ελεύθερη πρόσβαση σε έργα του δημόσιου τομέα.
Με την μελέτη επιχειρείται αρχικά μία θεωρητική επεξεργασία της έννοιας του υλικού φορέα προστατευόμενου έργου υπό τον Ν. 2121/1993. Περαιτέρω, εξετάζεται το κατά πόσο ο υλικός φορέας έργου δύναται να αντιστοιχεί σε μη ενσώματο αντικείμενο. Τέλος, διερευνάται η πλήρωση των στοιχείων του εννοιολογικού περιεχομένου του υλικού φορέα στην περίπτωση των έργων σε ψηφιακή μορφή και υπογραμμίζεται ότι η εμφάνιση των Non-Fungible Tokens (NFTs) αναβαθμίζει την εξατομικευτική λειτουργία και, κατ’ αποτέλεσμα, ευνοεί τον χαρακτηρισμό του ίδιου του (μη ενσώματου) ψηφιακού αρχείου ως υλικού φορέα.
Αντικείμενο της γνωμοδότησης είναι ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του σκηνοθέτη-σεναριογράφου (δημιουργού) για τη μεταβίβαση στον επιχειρηματία (παραγωγό) των περιουσιακής φύσεως δικαιωμάτων του πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα εξετάζεται το κύρος δύο όρων της επίδικης σύμβασης μεταξύ παραγωγού και δημιουργού, με τους οποίους συνομολογήθηκαν τα εξής: α) ότι η ποσοστιαία αμοιβή του δημιουργού θα υπολογίζεται επί των καθαρών εσόδων, που θα προέρχονται από την εκμετάλλευση της ταινίας· και β) ότι στα έσοδα αυτά δεν θα υπολογίζονται οι τυχόν εισπράξεις από την πώληση δικαιωμάτων επί της ταινίας σε τρίτους.
Mε τη σύναψη σύμβασης για την έκδοση ενός αδημοσίευτου έργου ο δημιουργός παραχωρεί στον εκδότη την άσκηση του δικαιώματος πρώτης δημοσίευσης του έργου του. Η βούληση παραχώρησης του εν λόγω δικαιώματος συνήθως συνάγεται ερμηνευτικά, με βάση την αρχή της καλής πίστης, από το κείμενο της σύμβασης ή από τις συνοδευτικές περιστάσεις (π.χ. την παράδοση αντιγράφου του έργου στον εκδότη).
Αξίωση εύλογης αμοιβής των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων σε περίπτωση δημόσιας εκτέλεσης του έργου τους. Ο δικαστικός προσδιορισμός της εύλογης αμοιβής αποτελεί ζήτημα εξειδίκευσης αόριστης νομικής έννοιας· επομένως, δεν καλύπτεται από το τεκμήριο ομολογίας της ιστορικής βάσης της αγωγής επί ερημοδικίας του εναγομένου. Καθ’ ύλην αρμόδιο για την επιδίκαση της ως άνω αξίωσης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Τα κοσμήματα αποτελούν έργα που συνδυάζουν περισσότερα χαρακτηριστικά: έχουν αισθητικό αποτέλεσμα, που σε ένα βαθμό τα συνδέει με τα έργα τέχνης, έχουν πρακτική χρησιμότητα, που τα κατατάσσει στα χρηστικά αντικείμενα και εμπορικό σκοπό, που τα εντάσσει στην έννοια των καταναλωτικών προϊόντων. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται να αποσαφηνιστεί σε ποια κατηγορία έργων πνευματικής ιδιοκτησίας μπορούν να υπαχθούν τα κοσμήματα και ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της πρωτοτυπίας τους, αφού συνεκτιμηθούν τα δεδομένα όχι μόνο της ελληνικής νομολογίας, αλλά και της νομολογίας του ευρωπαϊκού δικαστηρίου.
Η μελέτη διερευνά την παραμελημένη στην ελληνική νομική επιστήμη σχέση μεταξύ δικαίου και ψηφιακής τεχνολογίας. Ως ερέθισμα χρησιμοποιείται η πρόσφατη απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση VG Bild Kunst στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας (inline linking), το κύριο πόρισμα της οποίας, δηλαδή η δικαιοπρακτική νοηματοδότηση των τεχνολογικών μέτρων προστασίας και πρόσβασης, μεταφέρεται στο δίκαιο των συμβάσεων.