Η γνωμοδότηση εξετάζει την φύση του τεκμηρίου του άρθρου 7 παρ. 1 και 4 του Ν. 4481/2017. Ειδικότερα διευρενάται κατά πόσο με τις ως άνω διατάξεις εισάγεται μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο αναφορικά με τους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης που είναι επιφορτισμένοι με υποχρεωτική διαχείριση.
Το τεκμήριο εκπροσώπησης που εισάγει το άρθρο 7 παρ. 1 εδαφ. β΄ του ν. 4481/2017 ως προς δικαιώματα ή αξιώσεις του ν. 2121/93, τα οποία υπόκεινται σε υποχρεωτική συλλογική διαχείριση είναι μαχητό και καταλαμβάνει μόνο το εκπροσωπούμενο από τον ΟΣΔ ρεπερτόριο. Το εν λόγω τεκμήριο, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική συλλογική διαχείριση που προβλέπει το άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 2121/93, δεν δημιουργεί ένα σύστημα συλλογικής διαχείρισης με διευρυμένη ισχύ ως προς την διαχείριση (είσπραξη και διανομή) της εύλογης αμοιβής.
Το άρθρο 17 της Οδηγίας 2019/790 θεσπίζει ένα ειδικό καθεστώς ευθύνης για τους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμοιρασμού περιεχομένου, υποχρεώνοντάς τους να μεριμνούν για την αδειοδότηση του προστατευόμενου από πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα περιεχομένου που παρουσιάζουν στο κοινό από τις πλατφόρμες τους. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται και η υποχρεωτική ενσωμάτωση των εξαιρέσεων της παράθεσης και παρωδίας στα εθνικά δίκαια, προκειμένου οι χρήστες να αναρτούν νόμιμα στις πλατφόρμες ψηφιακό περιεχόμενο παραγωγής τους με προστατευόμενα έργα/εισφορές (UGC) χωρίς άδεια των δικαιούχων.
Στην μελέτη διερευνάται η σχέση μεταξύ της πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνολογίας. Αφορμή αποτελεί η απόφαση του ΔικΕΕ Austro-Mechana, η οποία εφαρμόζει για πρώτη φορά –έστω και διστακτικά– στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας. Επιχειρείται ταυτόχρονα η κριτική αποτίμηση της ως άνω απόφασης και η προσαρμογή των συμπερασμάτων της στο ελληνικό δίκαιο (ν. 2121/1993) υπό μια δυναμική ερμηνεία του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και υπό την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας.
Η απόφαση γενικής συνέλευσης Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων (υπό την μορφή αστικού συνεταιρισμού) περί χρησιμοποίησης των εισπραττόμενων εσόδων για σκοπούς άλλους πλην της διανομής στους δικαιούχους, ή περί επιβολής μη επιτρεπτών ή δυσανάλογων κρατήσεων επ' αυτών, ή περί επιβολής υπέρογκων εξόδων διαχείρισης επιβαρύνει τους δικαιούχους με υποχρεώσεις που δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίες για την αποτελεσματική διαχείριση των δικαιωμάτων τους (άρθρο 11 § 1 Ν. 4481/2017).
Η μελέτη εστιάζει στην προβληματική της προστασίας του δημόσιου τομέα στην ψηφιακή εποχή στο πλαίσιο της ενωσιακής εναρμόνισης της πνευματικής ιδιοκτησίας. Καταρχάς αναλύονται η αρχή της ελεύθερης πρόσβασης σε έργα του δημόσιου τομέα και οι περιορισμοί της. Εν συνεχεία αναπτύσσεται το πρόβλημα της σύγχρονης διόγκωσης της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομίας, που αποτελεί κίνδυνο για την αρχή του δημόσιου τομέα. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες πηγάζουν από την έννοια της πολιτιστικής κληρονομίας παραβιάζουν το ενωσιακό κεκτημένο όσον αφορά στην ελεύθερη πρόσβαση σε έργα του δημόσιου τομέα.
Με την μελέτη επιχειρείται αρχικά μία θεωρητική επεξεργασία της έννοιας του υλικού φορέα προστατευόμενου έργου υπό τον Ν. 2121/1993. Περαιτέρω, εξετάζεται το κατά πόσο ο υλικός φορέας έργου δύναται να αντιστοιχεί σε μη ενσώματο αντικείμενο. Τέλος, διερευνάται η πλήρωση των στοιχείων του εννοιολογικού περιεχομένου του υλικού φορέα στην περίπτωση των έργων σε ψηφιακή μορφή και υπογραμμίζεται ότι η εμφάνιση των Non-Fungible Tokens (NFTs) αναβαθμίζει την εξατομικευτική λειτουργία και, κατ’ αποτέλεσμα, ευνοεί τον χαρακτηρισμό του ίδιου του (μη ενσώματου) ψηφιακού αρχείου ως υλικού φορέα.
Αντικείμενο της γνωμοδότησης είναι ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του σκηνοθέτη-σεναριογράφου (δημιουργού) για τη μεταβίβαση στον επιχειρηματία (παραγωγό) των περιουσιακής φύσεως δικαιωμάτων του πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα εξετάζεται το κύρος δύο όρων της επίδικης σύμβασης μεταξύ παραγωγού και δημιουργού, με τους οποίους συνομολογήθηκαν τα εξής: α) ότι η ποσοστιαία αμοιβή του δημιουργού θα υπολογίζεται επί των καθαρών εσόδων, που θα προέρχονται από την εκμετάλλευση της ταινίας· και β) ότι στα έσοδα αυτά δεν θα υπολογίζονται οι τυχόν εισπράξεις από την πώληση δικαιωμάτων επί της ταινίας σε τρίτους.