Στην μελέτη ερευνάται το συνήθως εμφανιζόμενο στην δικαστική πράξη ζήτημα αν –στην περίπτωση που πάνω σε πλειστηριαζόμενο ακίνητο, επί του οποίου υφίστατο ήδη εγγεγραμμένη υποθήκη (ή προσημείωση), συνεστήθη μεταγενεστέρως κάποια προσωπική δουλεία (π.χ. επικαρπία ή οίκηση), ο δε πλειστηριασμός αυτού επισπεύδεται βάσει της κατασχέσεως που επέβαλε τρίτος– το μεταγενεστέρως συσταθέν περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα επιβιώνει, δυνάμενο ως εκ τούτου να αντιταχθεί κατά του αναγγελθέντος ενυπόθηκου δανειστή.
Ο ν. 3301/2004 εισάγει εξαίρεση στην απαγόρευση της lex commissoria που αποτυπώνεται στο άρθρο 1239 εδ. 1 ΑΚ. Το άρθρο 4 του νόμου προβλέπει επιπλέον ότι η κτήση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας από τον ασφαλειολήπτη είναι δυνατή μόνον εφόσον οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει για τον τρόπο αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των απαιτήσεων. Σε περίπτωση απουσίας συμφωνίας για τον τρόπο αποτίμησης, ο καταπιστευτέος όρος ως όρος μεν της σύμβασης εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας θα είναι άκυρος, ως σύμβαση δε ενοχική ή/και εμπράγματη μεταβίβασης της χρηματοοικονομικής ασφάλειας θα είναι ανυπόστατη ή άκυρη αντιστοίχως. Αν η συμφωνία για τον τρόπο αποτίμησης είναι ελλιπής, θα εφαρμοσθούν (κατά περίπτωση) οι κανόνες του Αστικού Κώδικα που αφορούν στην ύπαρξη συμφωνίας (άρθρα 195 και 196 ΑΚ) και το αντικείμενο της παροχής (άρθρα 371-373, 379 ΑΚ).
Στη μελέτη επιχειρείται η επίλυση των ερμηνευτικών προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των ΑΚ 1287 και 1288, ιδίως εκείνων του εύρους των εξουσιών του ενυπόθηκου δανειστή επί της οφειλόμενης από τον ασφαλιστή ή την δημόσια αρχή αποζημίωσης και της σχέσης ενυπόθηκου δανειστή – υποθηκικού οφειλέτη μετά την πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου. Παράλληλα, μέσω της συνεκτικής ένταξης των ως άνω διατάξεων στο υποσύστημα περί υποθηκικής ευθύνης φωτίζεται καλύτερα η πεμπτουσία των εμπράγματων δικαιωμάτων αξίας.
Με την μελέτη επιχειρείται αρχικά μία θεωρητική επεξεργασία της έννοιας του υλικού φορέα προστατευόμενου έργου υπό τον Ν. 2121/1993. Περαιτέρω, εξετάζεται το κατά πόσο ο υλικός φορέας έργου δύναται να αντιστοιχεί σε μη ενσώματο αντικείμενο. Τέλος, διερευνάται η πλήρωση των στοιχείων του εννοιολογικού περιεχομένου του υλικού φορέα στην περίπτωση των έργων σε ψηφιακή μορφή και υπογραμμίζεται ότι η εμφάνιση των Non-Fungible Tokens (NFTs) αναβαθμίζει την εξατομικευτική λειτουργία και, κατ’ αποτέλεσμα, ευνοεί τον χαρακτηρισμό του ίδιου του (μη ενσώματου) ψηφιακού αρχείου ως υλικού φορέα.
Ο εναγόμενος με αγωγή διατάραξης ή αποβολής από την νομή μπορεί να αντιτάξει κατά του ενάγοντος μόνο ίδιον δικαίωμα νομής ή οιονεί νομής επί του πράγματος, προκειμένου να αρνηθεί ότι έλαβε χώρα παράνομη ή αυθαίρετη προσβολή της νομής (άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής). Αντιθέτως, δεν μπορεί να προβάλει ενστάσεις ανατρεπτικές, στηριζόμενες σε δικαίωμα κυριότητας ή σε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του πράγματος.
Το πλοίο δεν μπορεί να αποκτηθεί κατά κυριότητα μέσω πλειστηριασμού, αν ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης δεν είναι κύριος του πλοίου. Τούτο ισχύει ακόμη και αν ο υπερθεματιστής, στον οποίο κατακυρώνεται το πλοίο, πιστεύει δικαιολογημένα ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση είναι κύριος του πλοίου. Η έννομη κατάσταση δεν μεταβάλλεται ούτε αν ο πραγματικός κύριος ασκήσει αγωγή αποζημίωσης λόγω απώλειας του πλοίου κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.
Ο κύριος δεν δικαιούται να ασκήσει αρνητική αγωγή αν ο “διαταράσσων” την κυριότητα ενεργεί δυνάμει δικαιώματος που πηγάζει από έννομη σχέση που δεσμεύει τον κύριο, όπως λ.χ. η δουλεία οδού ή η οιονεί νομή δουλείας οδού. Οιονεί νομέας θεωρείται όχι μόνο όποιος νέμεται ορισμένο πράγμα ως δικαιούχος πραγματικής δουλείας, αλλά και εκείνος που θεμελιώνει το δικαίωμα φυσικού εξουσιασμού σε ενοχική σχέση, όπως σε παραχώρηση ή άδεια του κυρίου-ενάγοντος ή της αρχής.
Αρχή του αδιαιρέτου της υποθηκικής ευθύνης. Περισσότερα ακίνητα επί των οποίων έχει συσταθεί προσημείωση υποθήκης προς εξασφάλιση της ίδιας απαίτησης παραμένουν υπέγγυα μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Εάν το ενυπόθηκο ακίνητο διαιρεθεί μεταγενέστερα σε περισσότερα αυτοτελή μέρη ή συσταθεί επ’ αυτού οριζόντια ιδιοκτησία, καθένα από τα μέρη ή κάθε οριζόντια ιδιοκτησία παραμένει υπέγγυο[-α] για ολόκληρη την ασφαλιζόμενη απαίτηση.