Μεταβίβαση σε τρίτους του συνόλου –πλην ενός καταστήματος– των συστατικών ορισμένης οικοδομής, δηλαδή των διαμερισμάτων και καταστημάτων που την απαρτίζουν, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων σύστασης οροφοκτησίας και αγοραπωλησίας. Στην περίπτωση αυτή το εναπομείναν κατάστημα δεν υπάγεται αυτόματα στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας και συνεπώς δεν καθίσταται αυτοτελής ιδιοκτησία δεκτική χρησικτησίας.
Αγοραπωλησία ακινήτου που είναι μετέωρης ισχύος λόγω έλλειψης εξουσίας αντιπροσώπευσης, ισχυροποιείται αναδρομικά αν το φερόμενο ως αντιπροσωπευόμενο ν.π., εκπροσωπούμενο από τo νόμιμο όργανό του, την εγκρίνει. Η μεταγραφή της έγκρισης, η οποία πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, επέχει θέση γνωστοποίησης προς κάθε ενδιαφερόμενο και επομένως η έγκριση (κατ’ εξαίρεση) δεν απαιτείται να απευθυνθεί προς τον φερόμενο ως αντιπρόσωπο ή τον αντισυμβαλλόμενό του.
Οι διατάξεις του ΓΟΚ σχετικά με το νόμιμο ανώτατο ύψος των ανεγειρόμενων οικοδομών έχουν θεσπισθεί και για την προστασία του ατομικού συμφέροντος των ιδιοκτητών των παρακείμενων ακινήτων. Σε περίπτωση υπέρβασης του ως άνω νόμιμου ορίου ο ιδιοκτήτης του πληττόμενου γειτονικού ακινήτου έχει αξίωση αποζημίωσης για τη μείωση της αξίας του ακινήτου του, καθώς και αξιώσεις λόγω προσβολής του δικαιώματός του στην προσωπικότητα.
Έννομες συνέπειες της ενεχύρασης απαίτησης κατά το ν.δ. της 17.7./13.8.1923. Ο ενεχυρούχος δανειστής-εκδοχέας υποχρεούται να διαφυλάσσει την ενεχυρασθείσα απαίτηση του ενεχυραστή κατά του τρίτου, ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωσή της, ευθυνόμενος διαφορετικά έναντι του ενεχυραστή σε αποζημίωση.
Απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ συνιστά και η συναινετική προσημείωση υποθήκης που παραχωρείται από τον οφειλέτη προς τρίτον δανειστή του, ο οποίος τελεί σε γνώση ότι η εν λόγω παραχώρηση βλάπτει τα συμφέροντα άλλων δανειστών του οφειλέτη. Η συναινετική προσημείωση υποθήκης, όταν συνιστά προσπάθεια εξεύρεσης μέσων προς πληρωμή ληξιπρόθεσμου χρέους, εξομοιώνεται με δόση αντί καταβολής, αποτελεί δηλαδή απαλλοτρίωση.
Στην μελέτη αναλύεται η έννοια του κατόχου που έχει δυνατότητα να ικανοποιήσει τον δανειστή και να υποκατασταθεί ακολούθως αυτοδικαίως στα δικαιώματα αυτού έναντι του οφειλέτη (AK 319). Προκειμένου να καταδειχθούν οι αδυναμίες της λύσης που υιοθέτησε ο Άρειος Πάγος, ο οποίος με την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση της Ολομελείας του έκρινε ότι νομιμοποιούμενοι σε προσφορά και υποκατάσταση είναι και οι μη δικαιωματικοί κάτοχοι του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος, επιστρατεύονται μεθοδολογικά, συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα, με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία της εξ υποκαταστάσεως αναγωγικής αξίωσης του εκπληρώσαντος τρίτου.
Ευθύνη του εναγόμενου νομέα κατά τις διατάξεις για την διεκδικητική αγωγή. Τα άρθρα 1096 επ. ΑΚ εφαρμόζονται και σε κάθε άλλη περίπτωση διεκδίκησης πράγματος με ειδική αγωγή, όπως επί προσβολής της εκτελέσεως με ανακοπή κατά του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση αυτή ο υπερθεματιστής ευθύνεται για την απόδοση των ωφελημάτων για το διάστημα μετά την τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού.
Στην μελέτη εξετάζεται το ζήτημα, αν το άρθρο 369 ΑΚ υπό τον παράτιτλο «Εμπράγματες συμβάσεις για ακίνητο», το οποίο προβλέπει ότι «Συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου», αναφέρεται στις εμπράγματες συμβάσεις περί ακινήτων ή/και στις ενοχικές-υποσχετικές συμβάσεις, με τις οποίες αναλαμβάνεται η υποχρέωση για σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων σε ακίνητα.