Συγκεκριμένος υπολογισμός της καταβλητέας αποζημίωσης και συνυπολογισμός ζημίας και οφέλους (ειδικά στην περίπτωση παραβίασης υφιστάμενης συμφωνίας των μερών περί μη ολοκλήρωσης αναγκαστικού πλειστηριασμού).
Μολονότι ο καταλογισμός του οφέλους συνδέεται αναπόσπαστα και συμβάλλει στον εννοιολογικό προσδιορισμό της ζημίας, ο ισχυρισμός του εναγομένου στην αποζημιωτική δίκη ότι συγχρόνως με τη ζημία ανέκυψε αιτιωδώς και ωφέλεια για τον ζημιωθέντα, δεν συγκροτεί αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής, αλλά κλασσική μορφή καταχρηστικής ενστάσεως. Συνεπώς, αν τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την ωφέλεια καταστούν οπωσδήποτε νόμιμο υλικό της δίκης (από οποιονδήποτε διάδικο), η έννομη συνέπεια της ωφέλειας αυτής λαμβάνεται (και) αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο.
Στην δίκη για την υποβολή προσώπου σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση νομιμοποιούνται να παρέμβουν μόνο όσοι νομιμοποιούνται αντιστοίχως να αιτηθούν υποβολή στο καθεστώς αυτό. Τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται πρόσωπα που ασκούν απαραδέκτως παρέμβαση κατά τα προαναφερθέντα μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος που ισχύει στην εκούσια διαδικασία.
H κατάσχεση στα χέρια τετάρτου συνιστά μια μη ρυθμιζόμενη στον ΚΠολΔ δικονομική δυνατότητα, που έγκειται στην πραγματικότητα στην επιβολή δύο κατασχέσεων. Με την πρώτη κατάσχεση ο κατασχών, ενεργώντας ως μη δικαιούχος διάδικος, ασκεί πλαγιαστικά τα δικαιώματα του οφειλέτη του κατά του «τετάρτου», ενώ η δεύτερη είναι μια κλασσική κατάσχεση, προκειμένου ο κατασχών να εξασφαλιστεί έναντι της αφερεγγυότητας του δικού του οφειλέτη.
Ο διαχειριστής αφανούς εταιρείας καθίσταται κύριος όσων αποκτά από τη διαχείριση της εταιρείας. Ταυτόχρονα, φέρει την υποχρέωση να καταστήσει τα αποκτήματα κοινά σε όλους τους εταίρους, μεταβιβάζοντας σ’ αυτούς τμήμα τους αντίστοιχο με την εταιρική μερίδα καθενός. Αν αρνηθεί τη μεταβίβαση, ο διαχειριστής δεν διαπράττει υπεξαίρεση, αλλά παραβιάζει απλώς ενοχική του υποχρέωση.
Ενώ το άρθρο 565 ΙΙ ΚΠολΔ αναφέρεται στην αναστολή της εκτελεστότητας των τελεσίδικων καταψηφιστικών αποφάσεων, πάγια και ορθή επί του θέματος νομολογία δέχεται ότι η προβλεπόμενη αναστολή αφορά στο σύνολο των συνεπειών των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων και ιδίως του δεδικασμένου αυτών. Εντούτοις, η τελεσίδικη απόρριψη αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, δυνάμενη να προκαλέσει βλάβη στον ηττηθέντα ενάγοντα, οσάκις ο νικήσας εναγόμενος διαθέτει πρόσφορα δικονομικά μέσα προς εξαναγκασμό του ενάγοντος σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης, καθιστά την αναστολή του δεδικασμένου αυτής τελολογικώς επιβεβλημένη. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η δημοσιευόμενη γνωμοδότηση.
Υποχρέωση του δικαστηρίου να επιβάλει χρηματική ποινή σε διάδικο, ή στον νόμιμο αντιπρόσωπό του, ή στον δικαστικό του πληρεξούσιο, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά με αρνητική επενέργεια στην απονομή της δικαιοσύνης. Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 205 ΚΠολΔ υπάγεται κάθε μορφής αίτησης παροχής έννομης προστασίας που είναι προφανώς αβάσιμη.
Η μελέτη εξετάζει τα ζητήματα εμπράγματου και ενοχικού δικαίου που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 943 ΚΠολΔ σε σχέση με τα κινητά πράγματα που βρίσκονται στο ακίνητο κατά την αναγκαστική αποβολή του καθ’ ου. Έμφαση δίδεται στην ανάλυση του περιεχομένου και του βεληνεκούς της διάταξης του άρθρου 943 παρ. 6 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώθηκε ειδική εξάμηνη παραγραφή της αξίωσης του καθ’ ου κατά του μεσεγγυούχου «προς απόδοση των κινητών πραγμάτων».