Η μελέτη εξετάζει τα ζητήματα εμπράγματου και ενοχικού δικαίου που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 943 ΚΠολΔ σε σχέση με τα κινητά πράγματα που βρίσκονται στο ακίνητο κατά την αναγκαστική αποβολή του καθ’ ου. Έμφαση δίδεται στην ανάλυση του περιεχομένου και του βεληνεκούς της διάταξης του άρθρου 943 παρ. 6 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώθηκε ειδική εξάμηνη παραγραφή της αξίωσης του καθ’ ου κατά του μεσεγγυούχου «προς απόδοση των κινητών πραγμάτων».
Αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής δεν μπορούν να είναι μεμονωμένα ή προδικαστικά στοιχεία ορισμένης έννομης σχέσης ούτε η αναγνώριση ύπαρξης ορισμένης νομικής κατάστασης. Τέτοια, μη υποκείμενη σε αναγνώριση νομική κατάσταση, αποτελεί η εκ μέρους του εναγομένου συνιδιοκτήτη παράβαση του νόμου ή/και του καταστατικού της πολυκατοικίας.
Με βάση την προσήκουσα ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 134 παρ. 1, 215 παρ. 2 και 238 παρ. 1 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτό ότι για την συντέλεση της άσκησης της αγωγής κατά το άρθρο 215 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, καθώς και για την επίδοση των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων κατά το άρθρο 238 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρκεί η πλασματική επίδοση στον αρμόδιο Εισαγγελέα και όχι η πραγματική επίδοση στην κατοικία του εναγομένου στην χώρα διαμονής του.
Απολύτως επίκαιρο και με πολύ μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον, είναι το ζήτημα της εξαιρετικής νομιμοποίησης των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων του ν. 3156/2003 και του ν. 4649/2019. Το πρόβλημα ανακύπτει επειδή, σε αντίθεση προς τον ν. 4354/2015, ο ν. 3156/2003 δεν περιέχει αντίστοιχες για τη δικονομική υπόσταση των Διαχειριστών διατάξεις. Στη γνωμοδότηση υποστηρίζεται ότι από την τελολογική ερμηνεία του ν. 3156/2003 σαφώς συνάγεται ότι ο ίδιος ο νομοθέτης παρέχει στις εταιρείες διαχείρισης έρεισμα, ώστε (κατ’ εξαίρεση) να νομιμοποιούνται αυτές στις δίκες ως μη δικαιούχοι διάδικοι.
Σύμφωνα με πάγια ερμηνευτική αντίληψη, προϋπόθεση της υποκαταστάσεως τρίτου δανειστή σε θέση επισπεύδοντος αποτελεί η ύπαρξη τυπικά έγκυρης κατασχέσεως. Γίνεται έτσι γενικά δεκτό ότι δεν χωρεί δήλωση υποκαταστάσεως, εφόσον έχει προηγηθεί ακύρωση της αναγκαστικής κατασχέσεως ή παραίτηση του κατασχόντος από αυτήν. Αμφισβητούμενο παραμένει ωστόσο το ζήτημα αν είναι δυνατή η συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας, όταν η ακύρωση ή η παραίτηση από την κατάσχεση έπεται χρονικά της υποκαταστάσεως. Στην μελέτη παρουσιάζονται συνοπτικά οι κυριότερες απόψεις που έχουν υποστηριχθεί επί του θέματος και προτείνεται μια νέα δογματική κατασκευή, η οποία στηρίζεται στη θεώρηση της αναγκαστικής εκτελέσεως ως έννομης σχέσης.
Στην γνωμοδότηση εξετάζεται η λειτουργία των άρθρων 261 § 2 ΑΚ και 260 § 3 ΚΠολΔ (260 § 2 προ του Ν. 4842/2021) και η σχέση αυτών προς το άρθρο 49 του Ν.Δ. 496/1974. Η ρύθμιση του άρθρου 260 § 2 ΚΠολΔ/2013 (= 260 § 3 ΚΠολΔ) αποτελεί γνήσιο ερμηνευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος αποσαφηνίζει τη ρύθμιση του άρθρου 261 § 2 ΑΚ, όπως αυτή εισήχθη με το άρθρο 101 του Ν. 4139/2013.
Η γνωστή δυσχέρεια του καθορισμού των πεδίων εφαρμογής των άρθρων 534 και 536 ΚΠολΔ και της μεταξύ των οριοθετήσεως επιτείνεται επί εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων στις προβαλλόμενες από τους διαδίκους ενστάσεις, αντενστάσεις, αρνήσεις κ.ο.κ. Η αποτίμηση των κάποτε αντικρουόμενων θέσεων θεωρίας και νομολογίας προϋποθέτει καταρχάς τη γενική θεώρηση των επιταγών των συζητούμενων ρυθμίσεων από την έποψη του δικαιολογικού λόγου, του περιεχομένου και της βασικής λειτουργίας τους. Περαιτέρω, επιβάλλεται η έρευνα της δομής του δικανικού συλλογισμού, όταν αφενός η προβαλλόμενη ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ως νόμω ή ουσία αβάσιμη και αφετέρου όταν αυτή γίνεται δεκτή στην ουσία της ή δεν ερευνάται.
Η μελέτη εξετάζει τα κύρια ερμηνευτικά ζητήματα από την αποδεικτική διαπίστωση της πατρότητας ή της μητρότητας κατά το άρθρ. ΚΠολΔ 607. Επισημαίνεται ότι η σύγχρονη επιστημονική μέθοδος «υβριδισμού DNA» με την χρήση 16-24 γενετικών δεικτών STRs παρέχει αποδεικτική βεβαιότητα όχι μόνον επί αποκλεισμού της πατρότητας αλλά και επί θετικής διαγνώσεώς της. Εξετάζονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρ. ΚΠολΔ 607 και μελετώνται ειδικότερα οι συνέπειες της αδικαιολόγητης αρνήσεως του υποχρέου διαδίκου ή του τρίτου να υποστεί την εξέταση.