Τριμελές Εφετείο Αθηνών 1266/2021

Σημείωση Η. Αναγνωστόπουλου

Παραγραφή διακεκριμένων κακουργημάτων του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 μετά την κατάργησή του με το άρ. 462 νΠΚ. Διαχρονικό δίκαιο

Η διάταξη του άρ. 462 νΠΚ, με την οποία καταργήθηκε ο Ν. 1608/1950 και κάθε διάταξη που τον τροποποιούσε, εφαρμόζεται στην συγκεκριμένη περίπτωση ως ευμενέστερη και, συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό της πράξης ως απάτης εις βάρος του Δημοσίου σε βαθμό κακουργήματος μόνη συγκρινόμενη διάταξη προς την αντίστοιχη του νΠΚ αποτελεί η διάταξη του άρ. 386 παρ. 3 πΠΚ. Ομοίως, στα αδικήματα της έκδοσης ψευδούς βεβαιώσεως και της νόθευσης κ.λπ. εγγράφου (εμπιστευμένου ή προσιτού στον δράστη λόγω της υπηρεσίας του) η σύγκριση γίνεται μεταξύ των διατάξεων των άρ. 242 παρ. 1-3 πΠΚ και των αντίστοιχων του νΠΚ, οι οποίες είναι ευμενέστερες έναντι των πρώτων, όχι δε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, αφού ο εν λόγω νόμος δεν καθιέρωνε αυτοτελώς το αξιόποινο, αλλά αποτελούσε επιβαρυντική περίπτωση, μεταξύ άλλων, των αδικημάτων των άρ. 386 και 242 ΠΚ. Η υποχρέωση εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου δεν μπορεί να καμφθεί ευθέως ή πλαγίως, ακόμη και μέσω προσδόσεως ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού στην πράξη. Μέχρι τις 30.6.2019 η παραγραφή των αδικημάτων της απάτης και της ψευδούς βεβαίωσης εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον η ζημία ήταν κατώτερη των 150.000 ευρώ, οριζόταν με βάση την προβλεπόμενη ποινή σε δεκαπέντε έτη (άρ. 111 παρ. 2β πΠΚ), ενώ όταν συνέτρεχαν οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις του άρ. 1 παρ. 1 εδ. α΄ περ. β΄ του Ν. 1608/1950, συνεπεία των οποίων επιβαλλόταν ισόβια κάθειρξη, η παραγραφή ήταν εικοσαετής (άρ. 111 παρ. 2α πΠΚ). Μετά την κατάργηση του Ν. 1608/1950 καθίσταται εφαρμοστέα ως επιεικέστερη η γενική διάταξη περί παραγραφής του άρ. 111 παρ. 2β πΠΚ που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης. Οι διατάξεις των άρ. 386 παρ. 2 και 242 παρ. 5 νΠΚ, με τις οποίες εισάγεται ειδική παραγραφή είκοσι ετών, δεν εφαρμόζονται αναδρομικώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι τις 30.6.2019. Για ποιον λόγο κρίνεται μη ορθή η άποψη ότι για την ανεύρεση της επιεικέστερης διάταξης πρέπει να γίνει τριπλή σύγκριση μεταξύ των άρθρων του νέου ΠΚ, εκείνων του παλαιού και, τέλος, εκείνων του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950. Έννοια “κύριας διαδικασίας”· πότε αρχίζει αυτή. Έκταση δεδικασμένου παραγόμενου από το παραπεμπτικό βούλευμα. Παύει οριστικώς λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη των κατηγορουμένων για από κοινού και κατ’ εξακολούθησιν τέλεση απάτης με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 120.000 ευρώ εις βάρος του Δημοσίου και νόθευση εγγράφου από υπάλληλο με συνολικό όφελος ή ζημία άνω των 120.000 ευρώ εις βάρος του Δημοσίου, για ηθική αυτουργία στις ανωτέρω πράξεις κατά συρροή και κατ’ εξακολούθησιν, καθώς και για έκδοση ψευδούς βεβαιώσεως ο υπαίτιος της οποίας είχε σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος άνω των 120.000 ευρώ, υπό την επιβαρυντική περίσταση της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου (με προκληθείσα κατ’ αυτού ζημία άνω των 150.000 ευρώ, χαρακτηριζόμενη ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας), αφού από την τέλεση των εν λόγω πράξεων έως και την επίδοση των κλήσεων στους κατηγορουμένους έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος των δεκαπέντε ετών, χωρίς να έχει λάβει χώρα πενταετής αναστολή της παραγραφής.

Δείτε περισσότερα εδώ.