Στη μελέτη υποστηρίζονται τρεις βασικές θέσεις σχετικά με τη ρύθμιση της απόπειρας στο νέο ποινικό κώδικα: Πρώτον, η άποψη της αιτιολογικής έκθεσης, κατά την οποία το νέο άρθρο 42 ΠΚ στενεύει την έννοια της απόπειρας, αφενός μεν μετατρέπει τη διάταξη σε μετακανόνα, επιχειρώντας να ποδηγετήσει το δικαστή χωρίς να υπάρχει τέτοια ανάγκη, αφετέρου δε συρρικνώνει αντίστοιχα την επιβεβλημένη έννομη προστασία. Δεύτερον, η κατάργηση του αξιοποίνου της απρόσφορης απόπειρας βρίσκεται σε ασυμφωνία με την πλειοψηφία των σχετικών ρυθμίσεων στον ευρωπαϊκό χώρο, προκαλεί δε έλλειμμα ποινικής προστασίας σε περιπτώσεις άξιες ποινικού κολασμού με παράλληλο κίνδυνο διεύρυνσης του αξιοποίνου από το χαρακτηρισμό περιπτώσεων απολύτως απρόσφορης απόπειρας ως σχετικής. Τρίτον, η εισαγωγή του αξιοποίνου της απόπειρας εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος δίδει λύση σύμφωνη με το περί δικαίου αίσθημα και αποφεύγει νομικές ακρότητες του παρελθόντος στις συγκεκριμένες κατηγορίες περιπτώσεων όπου η διάταξη τυγχάνει εφαρμογής.
Η μελέτη επιχειρεί μία πρώτη προσέγγιση των συνεπειών της πανδημίας του covid-19 στις εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις. Εν πρώτοις, ερευνάται η επίδραση των νομοθετικών μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας στις συμβάσεις και αναλύονται οι ειδικότερες συνέπειες που επέρχονται εξαιτίας της αδυναμίας εκπληρώσεως των ανειλημμένων υποχρεώσεων. Κατά δεύτερον, εξετάζονται οι περιπτώσεις ευθείας επεμβάσεως του νομοθέτη σε εκκρεμείς σχέσεις και επιχειρείται ερμηνευτική προσέγγιση των σχετικών διατάξεων και οριοθέτηση των συνεπειών τους.
Η απόφαση του ατόμου να τερματίσει την ζωή του σύμφωνα με τις αντιλήψεις του για την ποιοτική ζωή και την αξιοπρέπεια πρέπει να γίνεται σεβαστή από το κράτος και την κοινωνία ως πράξη προσωπικής αυτοδιάθεσης, το δε γερμανικό ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο κρίνει ότι η απαγόρευση του υποβοηθούμενου αυτοχειριασμού σύμφωνα με το άρθρο 217 γερμΠΚ είναι αντισυνταγματική.
Η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) και τα δραστικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την αναχαίτισή του έχουν σοβαρό αντίκτυπο στις συμβατικές σχέσεις και το διεθνές εμπόριο. Θέτουν δε τις συμβατικές σχέσεις εκ νέου (μετά την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών) στην προκρούστεια κλίνη του δικαίου της ανάγκης. Στο πλαίσιο της μελέτης, εξετάζονται αρχικά οι βασικές επιπτώσεις της πανδημίας στον χώρο του δικαίου των συμβάσεων, με έμφαση στις σχετικές έκτακτες επεμβάσεις του Έλληνα νομοθέτη μέσω των προσφάτως εκδοθεισών ΠΝΠ. Στην συνέχεια, το ενδιαφέρον στρέφεται στην θεμελιώδη έννοια της ανωτέρας βίας και την εν γένει έννομη σημασία της, εξ επόψεως κυρίως του γενικού ενοχικού δικαίου του ΑΚ (άρ. 288, 336 επ., 340 επ., 380, 388, κοκ). Πέραν όμως του ρυθμιστικού πεδίου του ΑΚ, υπάρχει και η έποψη της συναλλακτικής πρακτικής και της ρητής κατανομής κινδύνων από τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη (βλ. άρ. 361 ΑΚ), ιδίως μέσω των ρητρών ανωτέρας βίας, που βρίσκονται στο επίκεντρο της μελέτης.
Αναιρείται εν μέρει λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφορικά με την απόρριψη του ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας της ελαφρυντικής περίστασης του άρ. 84 παρ. 2 στοιχ. δ΄ ΠΚ, αφού δεν διαλαμβάνεται γιατί η εκ μέρους της κατηγορουμένης καταβολή ποσού 105.050,81 ευρώ προς το Δημόσιο, διά της εκπλειστηριάσεως του ακινήτου της και διά της εκχωρήσεως προς την αρμόδια ΔΟΥ ποσού που προήλθε από κατάσχεση ενοικίου, δεν συνιστά έμπρακτη επιδίωξη μείωσης των συνεπειών της πράξης της.
Aντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η εξέταση της λειτουργίας των βραχυχρόνιων μισθώσεων ακινήτων που καταρτίζονται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας (συνήθως της «Airbnb») στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού. Εξετάζονται περαιτέρω τα υποκείμενα της βασικής έννομης σχέσης της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, καθώς και οι εφαρμοστέοι κανόνες σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σχέσης αυτής.
Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου περί απολύτου ακυρότητος, συνιστάμενος στο ότι ελήφθησαν υπόψιν κατά τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης οι δοθείσες στην προδικασία καταθέσεις του, αφού η ύπαρξη στην δικογραφία ενόρκων ή μη καταθέσεων του υπόπτου, πριν ο τελευταίος αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, και η παράλειψη περιορισμού αυτών στο αρχείο της εισαγγελίας δεν επάγεται ακυρότητα, διότι δεν επηρεάζεται η άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.