Στην μελέτη επιχειρείται η ανάλυση των προϋποθέσεων και των εννόμων συνεπειών της κατάστασης ανάγκης κατά τις ΑΚ 285 και 286. Ως προς τις προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης κατά τον ΑΚ, εξετάζονται ειδικότερα το αντικείμενο της προσβολής και τα κριτήρια, με βάση τα οποία διαπιστώνεται κυρίως η δυσαναλογία μεταξύ της προκληθείσας ζημίας και του προσδοκώμενου οφέλους. Ως προς τις έννομες συνέπειες της κατάστασης ανάγκης, ιδίως επί ανυπαίτιας κατάστασης ανάγκης, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην ανάλυση του ζητήματος της αποζημίωσης για νόμιμη ζημιογόνο συμπεριφορά ως μορφής ασφαλιστικής κάλυψης της ζημίας.
Η πράξη του κατηγορουμένου, ο οποίος εξανάγκασε τον παθόντα να εισαγάγει ένα αγγούρι στον πρωκτό του, δεν συνιστά βιασμό αλλά παράνομη βία, αφού ο κατηγορούμενος δεν αποσκοπούσε στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, αλλά επιθυμούσε να εξευτελίσει τον παθόντα και να τον εκδικηθεί.
Η καταδολίευση δανειστών δεν συνιστά αδικοπραξία, ακόμα και όταν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα. Κατ’ εξαίρεση, όταν συντρέχουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την καταδολίευση δανειστών κατά τον Αστικό Κώδικα (όπως λ.χ. απάτη ή συμπαιγνία μεταξύ οφειλέτη και τρίτου), γεννάται και αξίωση του δανειστή για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας.
Στη μελέτη εξετάζεται το ειδικότερο ζήτημα της υποβολής δήλωσης συμμετοχής στην ποινική δίκη στην περίπτωση κατά την οποία πριν από την υποβολή αυτής έχει παραγραφεί η αστική αξίωση καταβολής αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για την ικανοποίηση της οποίας υπόχρεος δεν είναι ο κατηγορούμενος αλλά άλλο πρόσωπο. Ελέγχονται τα ακραία όρια της νομιμοποιητικής λειτουργίας την οποία αναπτύσσει στην περίπτωση αυτή η επιβαλλόμενη από το άρθρο 63 ΚΠΔ σύνδεση της ως άνω δήλωσης με την αστική αξίωση έναντι του τρίτου. Προτείνεται δε η ερμηνεία των εφαρμοστέων σχετικώς διατάξεων κατά τρόπο, ώστε η παραγραφή της αστικής αξίωσης στην ειδικότερη αυτή περίπτωση να μην ασκεί επίδραση στην νομιμοποίηση σε υποβολή δήλωσης συμμετοχής στην ποινική δίκη, για να παραμείνει κυρίαρχος και να ενισχυθεί ο ποινικός χαρακτήρας αυτής.
Στην μελέτη εξετάζεται η σχέση της ανάθεσης και της αφαίρεσης της γονικής μέριμνας, διότι θέματα κακής ασκήσεως της γονικής μέριμνας μπορούν να προκύψουν και στο πλαίσιο ρύθμισης της γονικής μέριμνας κατά τη διάσταση των γονέων ή μετά από διαζύγιο. Γενικώς τονίζονται από την συγγραφέα τα κοινά σημεία και οι διαφορές μεταξύ της εκούσιας δικαιοδοσίας και της ειδικής διαδικασίας των άρθρων 592 επ. ΚΠολΔ. Το ζητούμενο και βασικό ενοποιό σημείο των δύο διαδικασιών είναι να εξυπηρετείται το συμφέρον του ανηλίκου. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει, μέσω της ερμηνείας, να γίνεται προσπάθεια ώστε να αμβλύνονται οι διαφορές και κάθε διαδικασία να γίνεται "σοφότερη" και αποτελεσματικότερη βάσει των αρχών που διέπουν την άλλη.
Με την παρούσα μελέτη οριοθετούνται οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των ανακριτικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 251 και 252 ΚΠΔ. Τα εν λόγω άρθρα αποτελούν άλλωστε τη νομιμοποιητική βάση κάθε ανακριτικής ενέργειας. Αναπτύσσεται δηλαδή η λειτουργική αρμοδιότητα των προανακριτικών ιδίως υπαλλήλων και η υπηρεσιακή σχέση αυτών προς τον –απόλυτο κυρίαρχο της προανάκρισης και της προκαταρκτικής εξέτασης– εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ακόμη γίνεται λόγος για τις αρχές που διέπουν την ανάκριση, και δη για την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εισήχθη με το νέο ΚΠΔ/2019 στο άρθρο 251.