Επί απιστίας περιουσιακή βλάβη συνιστά και η συγκεκριμένη διακινδύνευση της περιουσίας, εφόσον επιφέρει μείωση της ενεστώσας πραγματικής αξίας της, πρέπει δε να προκύπτει από διαχειριστική πράξη με κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του διαχειριστή.
Η παραβίαση της υποχρέωσης του δικαιοπαρόχου για ένταξη και διαρκή υποστήριξη του δικαιοδόχου, η οποία απορρέει από τη γενική ρήτρα της καλής πίστης του άρθρου 288 ΑΚ, συνιστά πλημμελή εκπλήρωση εκ μέρους του κύριας υποχρέωσής του από τη σύμβαση franchising.
Στη μελέτη παρατίθενται συνοπτικά οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την παραδεκτή άσκηση της έφεσης και για τη δικονομική παρουσία του εκκαλούντα στο εφετείο, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον νέο ΚΠΔ. Εν συνεχεία οριοθετείται ο αναιρετικός έλεγχος της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, και παρατίθενται περιπτώσεις στις οποίες θεμελιώνεται ο αναιρετικός λόγος του άρ. 510 παρ. 1 περ. Η΄ του νέου ΚΠΔ. Διατυπώνεται η άποψη ότι η παραβίαση των δικονομικών διατάξεων που οδηγεί σε παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης ή ανυποστήρικτης θεωρήθηκε ιδιαιτέρως βαρύνουσα και ουσιώδης, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετεί πλέον αυτοτελή λόγο αναίρεσης. Τέλος, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιλογή του νομοθέτη να τυποποιήσει ως αυτοτελή και αυθύπαρκτο δικονομικό λόγο αναίρεσης την παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης ή ανυποστήρικτης κινείται προς την ορθή κατεύθυνση.
Με την Οδηγία 2019/771 καθιερώνεται για πρώτη φορά στο δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο των (καταναλωτικών) συμβάσεων η ύπαρξη νομικού ελαττώματος ως λόγος μη συμμόρφωσης του πωληθέντος αγαθού με τις απαιτούμενες προδιαγραφές και κατ’ επέκταση ευθύνης του πωλητή. Πρόκειται για ενδιαφέρουσα ρύθμιση, η οποία με χρονικό ορίζοντα την 1η Ιανουαρίου 2022 πρέπει να τεθεί σε ισχύ σε εθνικό επίπεδο. Με αυτά τα δεδομένα είναι απαραίτητο να εξετασθεί η προβληματική της ενσωμάτωσης της ενωσιακής αυτής ρύθμισης, αφού προηγουμένως αναλυθεί η έννοια του νομικού ελαττώματος, προσδιοριστεί η νομική του φύση και ενταχθεί στο σύστημα του δικαίου των συμβάσεων και ειδικότερα της πώλησης.
Στη μελέτη υποστηρίζονται τρεις βασικές θέσεις σχετικά με τη ρύθμιση της απόπειρας στο νέο ποινικό κώδικα: Πρώτον, η άποψη της αιτιολογικής έκθεσης, κατά την οποία το νέο άρθρο 42 ΠΚ στενεύει την έννοια της απόπειρας, αφενός μεν μετατρέπει τη διάταξη σε μετακανόνα, επιχειρώντας να ποδηγετήσει το δικαστή χωρίς να υπάρχει τέτοια ανάγκη, αφετέρου δε συρρικνώνει αντίστοιχα την επιβεβλημένη έννομη προστασία. Δεύτερον, η κατάργηση του αξιοποίνου της απρόσφορης απόπειρας βρίσκεται σε ασυμφωνία με την πλειοψηφία των σχετικών ρυθμίσεων στον ευρωπαϊκό χώρο, προκαλεί δε έλλειμμα ποινικής προστασίας σε περιπτώσεις άξιες ποινικού κολασμού με παράλληλο κίνδυνο διεύρυνσης του αξιοποίνου από το χαρακτηρισμό περιπτώσεων απολύτως απρόσφορης απόπειρας ως σχετικής. Τρίτον, η εισαγωγή του αξιοποίνου της απόπειρας εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος δίδει λύση σύμφωνη με το περί δικαίου αίσθημα και αποφεύγει νομικές ακρότητες του παρελθόντος στις συγκεκριμένες κατηγορίες περιπτώσεων όπου η διάταξη τυγχάνει εφαρμογής.
Η μελέτη επιχειρεί μία πρώτη προσέγγιση των συνεπειών της πανδημίας του covid-19 στις εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις. Εν πρώτοις, ερευνάται η επίδραση των νομοθετικών μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας στις συμβάσεις και αναλύονται οι ειδικότερες συνέπειες που επέρχονται εξαιτίας της αδυναμίας εκπληρώσεως των ανειλημμένων υποχρεώσεων. Κατά δεύτερον, εξετάζονται οι περιπτώσεις ευθείας επεμβάσεως του νομοθέτη σε εκκρεμείς σχέσεις και επιχειρείται ερμηνευτική προσέγγιση των σχετικών διατάξεων και οριοθέτηση των συνεπειών τους.