Άσκηση ψυχολογικής βίας ως πράξη αντίστασης. Ελαφρυντικές περιστάσεις.
Η διάταξη του άρ. 167 παρ. 1 νΠΚ είναι ευμενέστερη σε σχέση με την αντίστοιχη του πρΠΚ. Στην έννοια της “χρήσης βίας” υπάγονται όχι μόνον οι περιπτώσεις άμεσης ή έμμεσης σωματικής βίας, αλλά και περιπτώσεις ψυχολογικής βίας. Χαρακτηριστικό της ψυχολογικής βίας είναι η πρόκληση φόβου από την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Κηρύσσεται ένοχος για την πράξη της αντίστασης ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατά την διάρκεια βεβαίωσης της παράβασής του λόγω υπέρβασης του ορίου ταχύτητας κατηύθυνε το όχημά του προς το σημείο του οδοστρώματος όπου βρισκόταν η αστυνομική υπάλληλος, με αποτέλεσμα να την εξαναγκάσει λόγω άσκησης ψυχολογικής βίας να μην ολοκληρώσει την ως άνω πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά της, ο δε αποδιδόμενος στην εν λόγω συμπεριφορά χαρακτηρισμός δεν αναιρείται ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η κίνηση του οχήματος δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την σωματική βλάβη της υπαλλήλου, καθόσον ο φόβος που προκλήθηκε στην τελευταία αρκεί για την κατάφαση άσκησης ψυχολογικής βίας. Αναγνωρίζεται η συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης α) του πρότερου σύννομου βίου (άρ. 84 παρ. 2 στοιχ. α΄ ΠΚ), αφού έζησε σύννομα έως τον χρόνο καταδίκης για το ως άνω έγκλημα, και β) της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρ. 84 παρ. 2 στοιχ. ε΄ ΠΚ), για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται θετική δραστηριότητα του δράστη, καθώς και ηθική και ψυχική μεταστροφή του, αφού αποδεικνύεται η καλή συμπεριφορά του για ικανό χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης, ενώ δεν συντρέχει περίπτωση αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρ. 84 παρ. 2 στοιχ. β΄ ΠΚ, καθόσον η τέλεση της πράξης λόγω στιγμιαίας παρόρμησης, την οποία επικαλείται ο κατηγορούμενος, δεν υπάγεται στην εν λόγω διάταξη.
Δείτε περισσότερα εδώ.