Η μελέτη επιχειρεί να καταδείξει ότι ακόμα και επί παραιτήσεως από την ένσταση διζήσεως, πρωτοφειλέτης και εγγυητής εξακολουθούν να ευθύνονται διαιρεμένα και αυτοτελώς έναντι του κοινού τους δανειστή. Προς την κατεύθυνση αυτή γίνεται επίκληση τόσο της ρυθμιστικής ασυμβατότητας των υποσυστημάτων των άρθρων 481 επ. και 847 επ. ΑΚ όσο και της μη πλήρωσης στην περίπτωση του αυτοφειλέτη εγγυητή της προϋπόθεσης της ισοδυναμίας των οφειλετών, που αποτελεί βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής.
Η μελέτη πραγματεύεται το ζήτημα του χρόνου εργασίας στην τηλεργασία. Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης συνίσταται στην ακαταλληλότητα του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου περί ωραρίου να ανταποκριθεί στις ιδιαιτερότητες της τηλεργασίας, στο βαθμό που το εν λόγω πλαίσιο απηχεί τη λογική μιας διαφορετικής εποχής με εντελώς διαφορετικά δεδομένα ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
Στη μελέτη εκτίθενται αρχικώς τα πλεονεκτήματα της διευρυμένης κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων υπό τον νέον ΠΚ. Ακολουθεί σχολιασμός των πρόσφατων νομοθετικών ταλαντεύσεων σε σχέση με την δίωξη της απιστίας στον ιδιωτικό τομέα και η εξέταση ερμηνευτικών ζητημάτων του άρθρου 464 ΠΚ. Οι ΣυμβΠλημΑθ 2758/2020 και οι αντίθετες ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020 και 2147/2020 αποτελούν το αντικείμενο του επόμενου κεφαλαίου, στο οποίο αποκρούονται τα επιχειρήματα υπέρ της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ. Εν κατακλείδι διατυπώνονται ορισμένες σκέψεις για τον δικαστικό αυτοπεριορισμό και τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Θετική και αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αφενός θετικής αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου και αφετέρου αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής περί ελλείψεως κυριότητας στο πρόσωπο τρίτου δεν είναι δυνατή.