Δεν συνιστούν περίπτωση μερικής εικονικότητας οι διασυνοριακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, στις οποίες η αναγραφείσα επί των φορολογικών στοιχείων αξία είναι ανώτερη εκείνης που θα μπορούσε να συμφωνηθεί υπό τις κρατούσες στην αγορά συνθήκες, εφόσον η αξία αυτή αντιστοιχεί στο πράγματι συμφωνηθέν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών τίμημα.
Ο όρος που εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη, μεταξύ άλλων, ιατρικές και διαγνωστικές πράξεις καθώς και νοσηλείες που σχετίζονται με «συγγενείς παθήσεις» του ασφαλιζομένου δεν είναι σαφής, διότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από έναν άνθρωπο μέσης εμπειρίας στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγής και μηδενικής εμπειρίας στην ιατρική ορολογία.
Στη μελέτη γίνεται δεκτή η θέση ότι τα φορολογικά στοιχεία που εκδίδονται και γίνονται αποδεκτά στο πλαίσιο διασυνοριακών συναλλαγών συνδεδεμένων επιχειρήσεων δεν είναι μερικώς εικονικά. Κατ' επέκταση, συμπεραίνεται ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη για το αδίκημα της αποδοχής εικονικών στοιχείων ούτε για το αδίκημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα.
Προκειμένου να γίνει δεκτή πλασματική πλήρωση ορισμένης αίρεσης απαιτείται παρακωλυτική συμπεριφορά εκείνου που ζημιώνεται από την πλήρωσή της, η οποία να αντιβαίνει στην καλή πίστη. Η ΑΚ 207 εφαρμόζεται και επί εξουσιαστικών αιρέσεων, η πλήρωση των οποίων εναπόκειται στην αντικειμενική και δικαστικώς ελεγκτέα βούληση του υπόχρεου εκ της αιρέσεως προσώπου.
Στη μελέτη εξετάζεται κατά πόσον η ενοχή συνιστά μια πραγματική κατάσταση που μπορεί να διαπιστωθεί ή είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας καταλογισμού. Διερευνάται το ερώτημα αν αποδίδουμε ευθύνη σε κάποιον για μια πράξη επειδή την έχει διαπράξει υπαιτίως ή δηλώνουμε ότι η πράξη τελέστηκε υπαιτίως με την καταδίκη του κατηγορουμένου. Eπίσης εξετάζεται το ζήτημα αν η τιμώρηση των νομικών προσώπων, καθώς και εκείνη των ρομπότ, είναι συμβατή με την ισχύουσα στο ποινικό δίκαιο αρχή της ενοχής.
O κύριος που εκτελεί εργασίες ανόρυξης στο ακίνητό του υποχρεούται να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προφύλαξης, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος κατάρρευσης της γειτονικής οικοδομής, ακόμα και αν αυτή έχει ανεγερθεί με τρόπο ελαττωματικό.
Η μη υποβολή εγκλήσεως για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας εις βάρος τράπεζας δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι η διάταξη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ νΠΚ κρίνεται αντίθετη στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ λόγω παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων, καθώς και του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, και συνεπώς η εν λόγω διάταξη καθίσταται ανεφάρμοστη. Η ως άνω διάταξη, ακόμη και αν θεωρηθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, δεν εφαρμόζεται επί τραπεζικών ιδρυμάτων τα οποία κατά τον χρόνο εισαγωγής της στον νέο Ποινικό Κώδικα (18.11.2019) είχαν τεθεί σε καθεστώς ανάκλησης της άδειάς τους και τελούσαν σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση.