Αντισυνταγματικότητα της διάταξης του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ νΠΚ.
Η μη υποβολή εγκλήσεως για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας εις βάρος τράπεζας δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι η διάταξη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ νΠΚ κρίνεται αντίθετη στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ λόγω παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων, καθώς και του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, και συνεπώς η εν λόγω διάταξη καθίσταται ανεφάρμοστη. Η ως άνω διάταξη, ακόμη και αν θεωρηθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, δεν εφαρμόζεται επί τραπεζικών ιδρυμάτων τα οποία κατά τον χρόνο εισαγωγής της στον νέο Ποινικό Κώδικα (18.11.2019) είχαν τεθεί σε καθεστώς ανάκλησης της άδειάς τους και τελούσαν σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Από την μη υποβολή δηλώσεως συνέχισης της διαδικασίας, που επέχει θέση εγκλήσεως, εκ μέρους της εκκαθαρίστριας εταιρείας, η οποία είναι νόμιμη εκπρόσωπος της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας τράπεζας, για τα εγκλήματα της κακουργηματικής απιστίας, άπαξ και κατ’ εξακολούθησιν, και της άμεσης συνέργειας σε αυτή κατ’ εξακολούθησιν, δεν εγείρεται ουσιαστικό ή δικονομικό κώλυμα ως προς την κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης, επειδή όμως η εισαγγελική πρόταση δεν διαλαμβάνει καμία αναφορά επί της ουσίας της υπό κρίσιν υποθέσεως, το Δικαστικό Συμβούλιο απέχει να αποφανθεί για το ουσιαστικό πέρας της ανακριτικής δικογραφίας μέχρι την σύνταξη και υποβολή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών επί της ουσίας έγγραφης πρότασης, κρίνεται δε αναγκαία από το Συμβούλιο η διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα λόγω των σοβαρών ενδείξεων που αναφύονται ως προς την ποινική ευθύνη των νομίμων εκπροσώπων της εκκαθαρίστριας εταιρείας από την εκ προθέσεώς παράλειψή τους να υποβάλουν δήλωση συνέχισης της διαδικασίας ως εκπρόσωποι της τράπεζας εις βάρος της οποίας τελέστηκαν τα επίμαχα εγκλήματα. Αντίθετη εισαγγελική πρόταση.
Δείτε περισσότερα εδώ.