Κηρύσσονται αθώοι για το έγκλημα της παράβασης σχετικά με εκρηκτικές ύλες (άρ. 272 παρ. 1 ΠΚ) οι κατηγορούμενοι, καθόσον τα υλικά που βρέθηκαν στην οικία του πρώτου εξ αυτών είναι μεν πρόσφορα για την κατασκευή αυτοσχέδιων εκρηκτικών βομβών “μολότωφ”, πλην όμως δεν αποτελούν καθ’ εαυτά εκρηκτικές ύλες, και άρα η κατοχή τους δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος.
Μετά την κατάργηση των διατάξεων των άρ. 6 και 7 του Ν. 2472/1997, συνακόλουθα δε και των ποινικών κυρώσεων του άρ. 22 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, με το άρ. 84 Ν. 4624/2019, και την μη πρόβλεψη υποχρέωσης προηγούμενης γνωστοποίησης ή λήψης άδειας από την ΑΠΔΠΧ για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών του άρ. 9 παρ. 4 του ΓΚΠΔ, οι σχετικές πράξεις κατέστησαν ανέγκλητες. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση και κηρύσσονται αθώοι οι κατηγορούμενοι για παράβαση του άρ. 22 παρ. 1 Ν. 2472/1997.
Με την μελέτη επιχειρείται η ανάδειξη και ερμηνευτική προσέγγιση ορισμένων εκ των ζητημάτων δικονομικής νομιμοποίησης που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του Ν. 4354/2015. Ιδίως λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη εξισορρόπησης των εκατέρωθεν συγκρουόμενων συμφερόντων και η τελεολογία των ρυθμίσεων του νόμου, με έμφαση στην παρουσία των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων στη νομική πραγματικότητα ως κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενων διαδίκων.
Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για εκ προθέσεως παράλειψη γνωστοποίησης στην ΑΠΔΠΧ της σύστασης και λειτουργίας αρχείου η κατηγορουμένη, η οποία εγκατέστησε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και καταγραφής εικόνας στους κοινόχρηστους χώρους ακινήτου συνιδιοκτησίας της, με αποθήκευση καταγεγραμμένων στοιχείων σε αποθηκευτικό μηχάνημα, χωρίς η αρμόδια αρχή να έχει ενημερωθεί για τον σκοπό αυτό.
Αν επισπεύσθηκε αναγκαστική εκτέλεση με βάση μη τελεσίδικη διαταγή πληρωμής, που στη συνέχεια ακυρώθηκε αμετάκλητα κατόπιν ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, τότε ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να ζητήσει από τον επισπεύδοντα αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την εκτέλεση, εφόσον ο επισπεύδων γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι επιδιώκει εκτέλεση για ανύπαρκτο δικαίωμά του.
Στην μελέτη εξετάζονται οι διάφοροι ορισμοί και η λειτουργία της ποινικής δογματικής. Εν συνεχεία μελετάται η σχέση της με την αντεγκληματική πολιτική και το πώς η ίδια αυτονομείται ή ετερονομείται ενδοδικαιικά και εξωδικαιικά. Περαιτέρω, εξετάζοντας τις αλλαγές βάθους στην ίδια τη συνολική φιλοσοφία του ποινικού συστήματος, η μελέτη συμπεραίνει ότι η ποινική δογματική, αντί να σύρεται από και να υπηρετεί τις οικονομικές και πολιτικές νομοτέλειες, μπορεί να ευνοήσει την ασφάλεια των δικαιωμάτων και να ανοιχθεί προς αιτήματα ουσιαστικής δικαιοσύνης, μη επιτρέποντας τη διαχείρισή τους από ένα «αστυνομικό» τύπο λόγου.
Ένσταση διζήσεως του εγγυητή. Τα κατατεθέντα σε τραπεζικό λογαριασμό χρήματα δεν αποτελούν κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη κατά την έννοια του άρθρου 856 ΑΚ, ώστε να πρέπει να επιχειρηθεί η κατάσχεσή τους από τον δανειστή, προτού αυτός στραφεί κατά του εγγυητή. Αντικείμενο κατάσχεσης εν προκειμένω μπορεί να αποτελέσει μόνο η απαίτηση απόδοσης της κατάθεσης στον δικαιούχο.