Με την τροποποίηση των άρ. 55α και 68 του Ν. 4174/2013 διά των παρ. 3 και 4, αντιστοίχως, του άρ. 32 του Ν. 4745/2020, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής τοποθετείται εντός του κανόνα που ορίζει ο Ποινικός Κώδικας (θεωρία της συμπεριφοράς), ήτοι ταυτίζεται με τον χρόνο τέλεσης των ως άνω εγκλημάτων και δεν αφετηριάζεται πλέον από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αναστέλλεται δε από την έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου της Δ.Ο.Υ. έως και την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής (χωρίς τον περιορισμό του άρ. 113 ΠΚ).
Διατάσσεται η κήρυξη της ασκηθείσας ποινικής διώξεως για τις παραβάσεις του άρ. 132 παρ. 1-3 Ν. 2725/1999 ως μη γενομένης, καθόσον από την διενεργηθείσα κύρια ανάκριση βεβαιώθηκε όχι ότι δεν κατέστη εφικτή η ανακάλυψη των δραστών, οπότε θα ήταν δικαιολογημένη η θέση της δικογραφίας στο αρχείο αγνώστων δραστών, αλλά ότι δεν προέκυψαν ενδείξεις για την απαγγελία κατηγορίας εις βάρος κάποιου αξιωματούχου των εμπλεκόμενων ποδοσφαιρικών ομάδων ή άλλου προσώπου.
Η μελέτη εξετάζει αναλυτικά τα ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των ριζικών αλλαγών που επέφεραν οι πρόσφατοι νόμοι 4714/2020, 4726/2020 και 4735/2020 στο ισχύον καθεστώς αθλητικού αυτοδιοίκητου.
Στη μελέτη εξετάζονται τα ζητήματα που συνδέονται με την αναμόρφωση των διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος που καθιερώνουν τον θεσμό της ποινικής ευθύνης των υπουργών και των υφυπουργών της Κυβέρνησης μετά την τέταρτη κατά σειρά αναθεώρηση του καταστατικού χάρτη της Χώρας με το Ψήφισμα της 25ης Νοεμβρίου 2019. Γίνεται δεκτό ότι η προσφάτως αναληφθείσα αναθεωρητική πρωτοβουλία κινήθηκε σαφώς προς την ορθή κατεύθυνση της αποκάθαρσης του υπουργικού δικαίου από ξένα δικονομικά στοιχεία, ενώ επισημαίνεται ότι η ως άνω αναθεωρητική πρωτοβουλία παρέλειψε να αντιμετωπίσει μια σειρά άλλων ερμηνευτικών προβλημάτων που προκαλεί η απόπειρα συστηματικής αξιολόγησης των ειδικότερων ρυθμίσεων του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3471/2006, που προβλέπει κατώτατο όριο επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης ύψους 10.000 ευρώ σε περίπτωση πρόκλησης ηθικής βλάβης εξαιτίας παραβίασης της νομοθεσίας για τις ανεπιθύμητες κλήσεις, είναι αντισυνταγματική ως αντιβαίνουσα στην αρχή της αναλογικότητας (και ειδικότερα στην πτυχή της εν στενή εννοία αναλογικότητας).
Στην μελέτη παρουσιάζονται οι σημαντικότερες τροποποιήσεις που επήλθαν με τον νΠΚ στις διατάξεις σχετικά με την απόπειρα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ζήτημα της αρχής εκτελέσεως και ειδικότερα στο εάν και σε ποιον βαθμό είναι πλέον επιβεβλημένη η υιοθέτηση της τυπικής-αντικειμενικής θεωρίας, υπό το πρίσμα και της συνταγματικής υποχρέωσης του κράτους προς παροχή ενός κατώτατου ορίου προστασίας (Untermaßverbot). Περαιτέρω, εξετάζονται οι συνέπειες από την κατάργηση του άρθρου 43 ΠΚ για την απρόσφορη απόπειρα και αξιολογούνται οι νέες ρυθμίσεις σχετικά με την υπαναχώρηση.