Το εργατικό δίκαιο συνιστά έναν ιδιότυπο κλάδο δικαίου –στη μεθόριο μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου– στη διαμόρφωση του οποίου η συμβολή της νομολογίας υπήρξε καταλυτική. Ακριβώς η ανάδειξη ορισμένων χαρακτηριστικών περιπτώσεων δικαστικής δικαιοπλασίας στον χώρο του εργατικού δικαίου είναι ο σκοπός της μελέτης.
Γίνεται δεκτός ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί του ότι η εκ μέρους του κατοχή ακατέργαστης κάνναβης συνολικού βάρους 5.576,4 γραμμαρίων και 113 σπόρων κάνναβης εξυπηρετούσε ιδίαν αποκλειστικά χρήση, κηρύσσεται δε ένοχος ο κατηγορούμενος για καλλιέργεια, κατοχή και χρήση ινδικής κάνναβης κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, αφού δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένες πράξεις διακίνησης.
Δικαίωμα του καθ’ ου η εκτέλεση, ο οποίος δεν είναι οφειλέτης του επισπεύδοντος, να ασκήσει την ανακοπή του άρθρ. 933 ΚΠολΔ, εφόσον του επιδόθηκε αντίγραφο του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση, αλλά και την ανακοπή του άρθρ. 936 ΚΠολΔ, εφόσον έχει επί του αντικειμένου της εκτέλεσης δικαίωμα που μπορεί να αντιτάξει κατά του οφειλέτη του επισπεύδοντος.
Στη μελέτη εξετάζονται οι νομοθετικές πρωτοβουλίες των τελευταίων μηνών στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με κύριο αντικείμενο την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής. Περαιτέρω, γίνεται δεκτή η θέση ότι με τις ίδιες νομοθετικές επιλογές επιχειρήθηκε η δημιουργία νομικών φραγμών στην έκταση εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ και συναφώς η δημιουργία διατάξεων προσωρινής ισχύος, συμπεραίνεται δε ότι οι συγκεκριμένες νομοθετικές επιλογές υποχωρούν απέναντι στο άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ και στα ισχυρά δικαιοκρατικά του θεμέλια.
Ο καθολικός και ο ειδικός διάδοχος δικαιούνται να συνυπολογίσουν τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου τους στον δικό τους χρόνο, εφόσον όλοι ασκούσαν νομή χρησικτησίας και δεν επήλθε διακοπή της αλυσίδας στη διαδοχή της νομής.