Σύμφωνα με πρόσφατες οικονομικές μελέτες σε επιχειρηματικούς κλάδους υψηλής συγκέντρωσης των ΗΠΑ, η συμμετοχή κοινών επενδυτών, κυρίως θεσμικών, στο κεφάλαιο εταιριών που δραστηριοποιούνται στην ίδια σχετική αγορά, έχει ως συνέπεια τη χαλάρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Στην παρούσα μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι ο έλεγχος κοινών συμμετοχών δεν είναι εύλογο να εξαρτάται από την ομόφωνη αποδοχή των πορισμάτων των οικονομικών μελετών επί των συνεπειών των κοινών συμμετοχών στον ανταγωνισμό, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με άρνηση οποιασδήποτε παρέμβασης. Δεδομένου ότι το ισχύον ενωσιακό δίκαιο δεν παρέχει ικανοποιητικές λύσεις, προτείνονται προς συζήτηση μέτρα που προστατεύουν τον ανταγωνισμό χωρίς να θίγουν ουσιωδώς την ελευθερία επενδυτικών επιλογών.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η υπαγωγή του influencer marketing στη νομοθεσία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και ιδίως στις διατάξεις για τη συγκαλυμμένη διαφήμιση. Ειδικότερα, γίνεται προσπάθεια να εντοπιστούν και να ερμηνευτούν οι συγκεκριμένες εφαρμοστέες διατάξεις, επιχειρείται ο διαχωρισμός των αναρτήσεων ανάμεσα σε ιδιωτικές και προωθητικές, εξετάζονται οι ενδεδειγμένοι τρόποι επισήμανσης του προωθητικού χαρακτήρα της ανάρτησης και οριοθετείται το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των σχετικών διατάξεων.
Σε περίπτωση απαγορευμένης σύμπραξης μεταξύ επιχειρήσεων, ακόμα και πρόσωπα που δεν δραστηριοποιούνται μεν ως προμηθευτές ή αγοραστές στην αγορά στην οποία εκδηλώνεται η σύμπραξη, έχουν όμως χορηγήσει επιδοτήσεις σε αγοραστές προϊόντων που διατίθενται στην αγορά αυτή, μπορούν να ζητήσουν από τις συμπράττουσες αθέμιτα επιχειρήσεις να αποκαταστήσουν τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά υπέστησαν εξαιτίας της συμπράξεως.
Προκειμένου να εκτιμηθεί αν η άρνηση φαρμακευτικής εταιρείας να εφοδιάζει με συγκεκριμένα προϊόντα της χονδρεμπόρους, δραστηριοποιούμενους στις παράλληλες εξαγωγές των προϊόντων αυτών, είναι καταχρηστική ή όχι, πρέπει να εξετάζεται αν οι μη εκτελούμενες παραγγελίες των χονδρεμπόρων παρουσιάζουν ασυνήθιστο χαρακτήρα και άρα προορίζονται να καλύψουν πλήρως τις παράλληλες εξαγωγές.
Η μελέτη ασχολείται με την –καινοτόμο για το ελληνικό δίκαιο– διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/104 (= άρθρο 14 παρ. 3 του N. 4529/2018), διά της οποίας το ενωσιακό δίκαιο επεμβαίνει δραστικά στο μέτρο αποδείξεως, που μέχρι πρόσφατα παρέμενε στην αρμοδιότητα του εσωτερικού νομοθέτη των κρατών μελών.
Με τον Ν. 4529/2018 το ελληνικό δίκαιο προσαρμόσθηκε στις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/104 για την αστική ευθύνη λόγω παραβάσεων του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού. Το άρθρο 3 του Ν. 4529/2018 αναγνωρίζει μεν ρητώς στον ζημιωθέντα αξίωση πλήρους αποζημίωσης, δεν προσδιορίζει όμως τον οφειλέτη της. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί, με συστηματικά και τελολογικά επιχειρήματα, να προσδιορίσει ποια πρόσωπα φέρουν την ιδιότητα του οφειλέτη κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 3.
Απαγόρευση της “δουλικής απομίμησης” ορισμένου προϊόντος ως πράξης αθέμιτου ανταγωνισμού. Κατ’ εξαίρεση ενδέχεται η πιστή και απαράλλακτη αντιγραφή προϊόντων ξένης εργασίας να ενέχει per se τόσο μεγάλη απαξία, ώστε η απομίμηση να λαμβάνει καθεαυτήν τον χαρακτήρα της αθέμιτης πράξης.
Συνιστά απαγορευμένο περιορισμό του ανταγωνισμού η σύμπραξη μεταξύ δύο ανταγωνιστικών φαρμακευτικών επιχειρήσεων, με περιεχόμενο τη διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών αναφορικά με τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της χρήσης ενός από τα ανταγωνιστικά μεταξύ τους φάρμακα.