Η μελέτη πραγματεύεται το ζήτημα της επίδρασης της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης στις συμβάσεις εκχώρησης μελλοντικών απαιτήσεων που είχε συνάψει ο πτωχός πριν από την πτώχευση. Αρχικά εκτίθενται οι προϋποθέσεις έγκυρης προεκχώρησης μελλοντικής απαίτησης, ο χρόνος κατά τον οποίο θα πρέπει να συντρέχουν αυτές και η νομική κατάσταση που δημιουργείται με την εν λόγω εκχώρηση. Στη συνέχεια, αναπτύσσεται η έννοια της πτωχευτικής περιουσίας και οι προϋποθέσεις ένταξης ενός περιουσιακού στοιχείο σε αυτή και τονίζεται η διάκριση μεταξύ πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας. Τέλος, εξετάζεται το νέο άρθρο 210 παρ. 1 του ν. 4738/2020, που αφορά ακριβώς το εν λόγω ζήτημα, και διατυπώνεται η άποψη πως δεν πρέπει να υιοθετηθεί ερμηνευτικά η θέση που αποτυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση, διότι δημιουργεί υπέρμετρη αξιολογική αντινομία.
Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια πρώτη παρουσίαση του κάθετου μοντέλου συνεργασίας σε διασυνοριακές υποθέσεις που εισάγει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12.10.2017 «σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας», σε αντιδιαστολή και σύγκριση με τον κύριο θεσμό οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ποινικής απόδειξης, ήτοι την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, ενώ παράλληλα αναλύεται το καθεστώς συνεργασίας στην ποινική απόδειξη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αφενός μεν με τα κράτη μέλη της Ένωσης που δεν συμμετέχουν σε αυτήν, αφετέρου δε με τις τρίτες χώρες.
Ο κύριος δεν δικαιούται να ασκήσει αρνητική αγωγή αν ο “διαταράσσων” την κυριότητα ενεργεί δυνάμει δικαιώματος που πηγάζει από έννομη σχέση που δεσμεύει τον κύριο, όπως λ.χ. η δουλεία οδού ή η οιονεί νομή δουλείας οδού. Οιονεί νομέας θεωρείται όχι μόνο όποιος νέμεται ορισμένο πράγμα ως δικαιούχος πραγματικής δουλείας, αλλά και εκείνος που θεμελιώνει το δικαίωμα φυσικού εξουσιασμού σε ενοχική σχέση, όπως σε παραχώρηση ή άδεια του κυρίου-ενάγοντος ή της αρχής.
Στην μελέτη γίνεται δεκτή η θέση ότι η συνύπαρξη του κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με τις εθνικές δικονομικές διατάξεις, που επίσης εφαρμόζονται, είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα προβλεψιμότητας και ασφάλειας δικαίου. Λύσεις που ακολουθήθηκαν σε άλλες έννομες τάξεις, για να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μπορούν να εμπνεύσουν τη νομοθετική αντιστοίχιση μιας σειράς εθνικών διατάξεων με το γράμμα και το πνεύμα του Κανονισμού ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Σύμφωνα με τη γερμανική νομολογία ο πολίτης που ζητεί δικαστική προστασία κάνοντας χρήση μίας κρατικής έννομα ρυθμισμένης διαδικασίας δεν επεμβαίνει παράνομα στην προστατευόμενη σφαίρα του αντιδίκου του και συνεπώς δεν υπέχει ευθύνη προς αποζημίωση, εκτός αν ενεργεί με δόλο κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη. Στηριζόμενη στην ίδια παραδοχή μερίδα της ελληνικής θεωρίας υποστηρίζει ότι η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται για κάποια ανύπαρκτη ουσιαστική αξίωση δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως άδικη, εωσότου προσβληθεί με ανακοπή και ακυρωθεί με αμετάκλητη διαπλαστική απόφαση. Η προκείμενη μελέτη επιχειρεί να καταδείξει ότι δεν υφίστανται συνταγματικής, δογματικής ή δικαιοπολιτικής φύσεως λόγοι, οι οποίοι να υπαγορεύουν την υιοθέτηση τούτης της άποψης.
Γίνεται δεκτή η υπό κρίσιν αίτηση και χαρακτηρίζεται ο αιτών ως “θύμα εμπορίας ανθρώπων”, καθόσον αυτός με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία υπήρξε θύμα του εγκλήματος του άρ. 323Α ΠΚ που τελέστηκε στην Ελλάδα από το έτος 1990 έως και τουλάχιστον το έτος 1992.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση πρώτον, της έκτασης εφαρμογής των άρθρων 904 επ. ΑΚ στα «αποκτήματα» της ελεύθερης ένωσης και, δεύτερον, του ενδεχομένου θεμελίωσης της συναφούς αξίωσης των συντρόφων με την αξιοποίηση άλλων νομικών βάσεων από το οπλοστάσιο του δικαίου των συμβάσεων.