Αν ο εκκαλών έχει κατοικία στην ημεδαπή, αλλά παράλληλα ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στην αλλοδαπή (με συνέπεια να διαμένει κατά διαστήματα και εκεί), εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο η επίκληση του τόπου διαμονής στην αλλοδαπή αποτελεί θεμιτό λόγο επιμήκυνσης της προθεσμίας άσκησης της έφεσης ή γίνεται προσχηματικά, για να δικαιολογήσει ολιγωρία του εκκαλούντος.
Η παρούσα μελέτη επανεκτιμά το θεσμό της διαπραγμάτευσης, όπως αυτή έχει από το βορειοαμερικανικό χώρο εισβάλει πλέον παντού. Μετά την εξέταση των βασικών χαρακτηριστικών της, αναλύονται οι αγεφύρωτες διαφορές της με τη φύση της ποινικής δίκης, διαφορές που καθιστούν το θεσμό, τουλάχιστον εκτός των υβριδικών του μορφών, όλως ασύμβατο με αυτόν τον τύπο δίκης. Αντί της επιτάχυνσης με τα ανυπολόγιστα κόστη σε αρχές και δικαιώματα που επιφέρει ο πραγματισμός της διαπραγμάτευσης, η μελέτη εισηγείται την εξάντληση άλλων τρόπων επίτευξης του σκοπού αυτού.
Στην περίπτωση σύμβασης κοινού τραπεζικού λογαριασμού που περιέχει τον όρο του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, το τραπεζικό απόρρητο κάμπτεται μόνο υπέρ του νόμιμου μεριδούχου του αποβιώσαντος καταθέτη που αξιώνει ενημέρωση σχετικά με τα στοιχεία της κληρονομίας, εφόσον επιπλέον ο τελευταίος επικαλείται και αποδεικνύει ότι διά της κοινής καταθέσεως συντελέστηκε δωρεά προς τον επιζώντα συγκαταθέτη (άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ).
Στην παρούσα μελέτη καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους ο όρος της κερδοσκοπίας, που απαντά σε διατάξεις τόσο του Ποινικού Κώδικα όσο και των Ειδικών Ποινικών Νόμων, είναι ορθότερο –σε αντίθεση με ό,τι γίνεται συνήθως δεκτό στην ελληνική νομολογία– να ερμηνεύεται συσταλτικά, δηλ. κατά τρόπο εναρμονισμένο προς την έννοια της “φιλοκέρδειας”.
Κύριο αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η δυνατότητα του τουρίστα να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού με βάση τις διατάξεις του Π.Δ. 7/2018, είτε επιφέροντας τη λύση της σύμβασης είτε μεταβιβάζοντας σε τρίτο πρόσωπο τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του που απορρέουν από αυτήν.
Αναιρείται υπέρ του νόμου, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρ. 339 παρ. 1 ΠΚ, η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για αποπλάνηση παιδιού που είχε συμπληρώσει τα 12, όχι όμως και τα 14 έτη, κατ’ εξακολούθησιν, διότι έγινε δεκτό ότι η συναίνεση της παθούσας ανηλίκου ήρε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.
Στην μελέτη εξετάζονται τα νομικά ζητήματα που σχετίζονται κυρίως με τις προϋποθέσεις υπαγωγής ορισμένης επιχείρησης στην ειδική "παραπτωχευτική" διαδικασία των άρθρων 68 επ. του Ν. 4307/2014. Πρόκειται για μια διαδικασία ταχείας ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης προς άμεση ικανοποίηση των πιστωτών της.