Υποχρέωση καταβολής πλήρους αποζημίωσης κατά τον ν. 2668/1998 εκ μέρους των επιχειρήσεων που παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες εσωτερικού σε περίπτωση πλημμελούς παροχής υπηρεσιών ή αδικαιολόγητης άρνησης παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες, εκτός αν κατ’ εξαίρεση προβλέπεται υποχρέωση καταβολής κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης (για αντικείμενα που αποστέλλονται ως συστημένα ή αντικείμενα δηλωμένης αξίας).
Η παρούσα μελέτη έχει ως αφετηρία μια δικαστική απόφαση του Γερμανικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Με αυτήν διατάχθηκε η δήμευση κρυπτονομισμάτων (bitcoins) ως προϊόντων των εγκλημάτων της αλλοίωσης δεδομένων και της απόκτησης πρόσβασης σε δεδομένα που προστατεύονται έναντι μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης (άρθρα 303a & 202a γερμΠΚ). Στην εν λόγω απόφαση αναδεικνύονται τα πρακτικά προβλήματα ανάκτησης του εγκληματικού πλούτου, ο οποίος μπορεί να συνίσταται σε νέα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο το δικαστήριο παρέβλεψε την πραγματική αδυναμία ανάκτησης του εγκληματικού πλούτου, επιβάλλοντας τυπικά μια πρακτικά αδύνατο να υλοποιηθεί δήμευση. Στη μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι η απόφαση φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη αντιμετώπισης των νέων μορφών εγκλήματος που αναφύονται με τη χρήση των τεχνολογικών μέσων και με την ανεύρεση τρόπων ανάκτησης των εγκληματικών προσόδων.
Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απάτη επί δικαστηρίω εν αποπείρα, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρ. 42 και 386 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ και ελλείψεως αιτιολογίας με την έννοια της ελλείψεως νομίμου βάσεως, διότι αφενός μεν δεν ανέκυψε θέμα παραπλάνησης του δικαστή από την προσκόμιση ψευδών αποδεικτικών μέσων, αφού η απόφασή του περί απορρίψεως ως αόριστης της αγωγής ήταν αποτέλεσμα της εφαρμογής νομικών κανόνων, αφετέρου δε για να στηριχθεί η περί ενοχής κρίση έγινε δεκτή χωρίς έρευνα ένορκη κατάθεση μάρτυρα ως ψευδής, μολονότι από τον πρώτο βαθμό ο παραπάνω μάρτυρας απαλλάχθηκε για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα.
Το σημείο 11, πρώτο τμήμα περιόδου, του παραρτήματος I της Oδηγίας 2005/29 έχει την έννοια ότι η προώθηση προϊόντος μέσω δημοσίευσης στον Τύπο θεωρείται «πληρωμένη» από τον εμπορευόμενο, όταν ο τελευταίος παρέχει για τη δημοσίευση αντάλλαγμα έχον περιουσιακή αξία, εφόσον υφίσταται βέβαιη σχέση μεταξύ της πραγματοποιούμενης πληρωμής και της δημοσίευσης.
Απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίσιν αίτηση για υφ’ όρον απόλυση του κρατουμένου, καταδικασθέντος σε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι έξι ετών (με εκτιτέα τα είκοσι), καθόσον αφενός μεν από τα Βιβλία Ηθικού Ελέγχου, αφετέρου δε από την συνολική συμπεριφορά του κατά την κράτησή του συνάγεται ότι η διαγωγή του υπό την έννοια των άρ. 105-106 πΠΚ ήταν “κακή”, ως εκ τούτου δε είναι απολύτως αναγκαία η συνέχιση της κράτησής του. Ο χρόνος πραγματικής έκτισης της ποινής κάθειρξης των είκοσι ετών (εννέα έτη) δεν είναι δυσανάλογος ούτε προσβάλλεται εξ αυτού του λόγου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο δικαστικός συμπαραστάτης, που αποτελεί νόμιμο αντιπρόσωπο του συμπαραστατουμένου, είναι ο μόνος αρμόδιος να αποφασίζει για ζητήματα που αφορούν στην επιμέλειά του, χωρίς να απαιτείται να λαμβάνει κάθε φορά τη σύμφωνη γνώμη του εποπτικού συμβουλίου (ή του Προέδρου αυτού). Το εποπτικό συμβούλιο είναι επιφορτισμένο μόνο με την εποπτεία της συνολικής δράσης του δικαστικού συμπαραστάτη.