Με τη μελέτη επιχειρείται η κάλυψη του κενού που δημιουργήθηκε με την προσθήκη από τον Γεώργιο Μπαλή στο τελικό κείμενο των άρθρων 1166 και 1167 ΑΚ της επιφύλαξης «ενόσω δεν ωρίσθη άλλως» («εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά»). Η επιφύλαξη αυτή, με την οποία κατέστησαν οι διατάξεις των άρθρων 1166 και 1167 ΑΚ ενδοτικού δικαίου, είναι διατυπωμένη με μεγάλο βαθμό αοριστίας. Αυτό έχει ως συνέπεια να μη συνάγονται από το κείμενο της εν λόγω επιφύλαξης τα κατά νόμον όρια της επιτρεπτής με την ιδιωτική βούληση απόκλισης από τον κανόνα του μη μεταβιβαστού της επικαρπίας (ως προσωπικής δουλείας) από τον επικαρπωτή (ΑΚ 1166) και του μη κληρονομητού αυτής (ΑΚ 1167).
Συγχωρείται η εκπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης έφεσης από τον κατηγορούμενο, ο οποίος κατά τον χρόνο επίδοσης του αποσπάσματος της εκκαλουμένης ήταν καθ’ έξιν χρήστης ναρκωτικών και έλειπε από την οικία του, που είχε δηλωθεί ως διεύθυνση επιδόσεως εγγράφων της διαδικασίας, λόγω δε της εξάρτησής του αυτής και της απουσίας του δεν είχε επικοινωνήσει με τον πατέρα του, σύνοικο στην ως άνω διεύθυνση, ο οποίος είχε παραλάβει το επιδοτέο απόσπασμα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης από τον ίδιο. Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η κρινόμενη έφεση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της.
Σε περίπτωση που οι προηγούμενοι πλειστηριασμοί δεν τελεσφορήσουν, ο επισπεύδων δύναται να αιτηθεί τη διενέργεια τρίτου ή τέταρτου (ανά)πλειστηριασμού. Δεν έχει όμως τη δυνατότητα να αιτείται τη διενέργεια απεριόριστων πλειστηριασμών στο πλαίσιο της ίδιας εκτελεστικής διαδικασίας.
Η εκποίηση κινητών πραγμάτων που βρίσκονται στην Ελλάδα, στα οποία συγκαταλέγονται και τυχόν ονομαστικές μετοχές του πτωχού, μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον σύνδικο χωρίς προηγούμενη άδεια του Εισηγητή ή του πτωχευτικού δικαστηρίου.
Υπολογισμός οφειλόμενης αποζημίωσης σε περίπτωση μερικής ή ολικής καταστροφής ξένου πράγματος. Η καταβλητέα αποζημίωση θα εκτείνεται στη διαφορά της εμπορικής αξίας του πράγματος κατά τα χρονικά σημεία, αφενός πριν από την τέλεση της αδικοπραξίας και αφετέρου μετά την τέλεσή της, στο βαθμό που η επελθούσα ζημία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ζημιογόνο συμπεριφορά και αδιαφόρως αν η καταστροφή υπήρξε ολική ή μερική.
Στην μελέτη γίνεται δεκτή η θέση ότι το ισχύον στην Ελλάδα νομοθετικό πλαίσιο για την πρόσβαση σε δεδομένα κίνησης και θέσης για λόγους εθνικής ασφάλειας φαίνεται να πληροί τις εγγυήσεις και τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με τις αποφάσεις του ΔΕΕ, ιδίως με την απόφαση C-623/17 Privacy International, έτσι ώστε οι σχετικές ρυθμίσεις να είναι συμβατές με το ενωσιακό δίκαιο.
H σύμβαση σε βάρος τρίτου αποτελεί στην πραγματικότητα μορφή εγγυοδοτικής σύμβασης που συνάπτεται ατύπως. Η ευθύνη του υποσχεθέντος να αποζημιώσει τον αντισυμβαλλόμενό του (δέκτη της υποσχέσεως) σε περίπτωση που ο τρίτος δεν εκπληρώσει την παροχή είναι αντικειμενική. Όχληση τόσο προς τον υποσχεθέντα όσο και προς τον τρίτο δεν απαιτείται.