Η διάταξη της υποπαρ. ΙΕ.12 της παρ. ΙΕ του άρθρου πρώτου του N. 4254/2014, με την οποία καταργήθηκε η περ. δ΄ του άρ. 263Α ΠΚ, είναι αντισυνταγματική, επειδή αντιβαίνει στα άρ. 47 παρ. 3 και 4 και 26 Συντ., αφού έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική άρση του αξιοποίνου της πράξης μιας ειδικής κατηγορίας υπαλλήλων, ακόμη και για σοβαρές κακουργηματικές πράξεις. H αιτιολόγηση ότι οφείλεται σε απλή “παραδρομή” του νομοθέτη υποκρύπτει συγκεκαλυμμένη αμνηστία.
Στη μελέτη αντιπαραβάλλονται κριτικά η παραδεδομένη σύλληψη της περιουσιακής ζημίας ως απλού λογιστικού μεγέθους και η τάση αξιολογικού χρωματισμού της έννοιας της ζημίας, μέσα από μια κανονιστική σύλληψη αυτής. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται η οριοθέτηση της ζημίας από τις λοιπές προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση.
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ του κατηγορουμένου και τρίτου, χωρίς την συναίνεση του τελευταίου, υπό την επιβαρυντική περίσταση της μεταγενέστερης χρησιμοποίησης του περιεχομένου της, αφού διαλαμβάνεται ότι ο αναιρεσείων κατέγραψε κρυφά δύο προφορικές συνομιλίες που είχε με τον παθόντα, χρησιμοποίησε δε το σχετικό απομαγνητοφωνημένο κείμενο ως αποδεικτικό στοιχείο επί μηνυτήριας αναφοράς του ενώπιον του Εισαγγελέως.
Παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου του ζητήματος, αν όρος σύμβασης δανείου σε ελβετικό φράγκο, που επαναλαμβάνει εν πολλοίς τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας βάσει του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 επειδή είναι δηλωτικός.
Η μελέτη επιχειρεί να ρίξει φως στο πεδίο εφαρμογής, τον λόγο θέσπισης και την αξία της ρύθμισης του άρθρου 938 ΑΚ, καθώς επίσης να προσδιορίσει τα βασικά χαρακτηριστικά της σχετικής αξίωσης του θύματος, και συγκεκριμένα τη νομική φύση της, το περιεχόμενο και την έκταση που της προσδίδουν τα άρθρ. 908-911 ΑΚ. Εξετάζονται επίσης ζητήματα παραγραφής και δικονομικού δικαίου.
H Κοινωνική Δικαιοσύνη αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, τη σύγχρονη μεγάλη πρόκληση στον χώρο της αντεγκληματικής πολιτικής. Έχοντας ως βασικούς πυλώνες τις έννοιες και τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αξιοκρατικής ακριβοδικίας, η Κοινωνική Δικαιοσύνη επιτελεί αντίστοιχα διττό έργο, δηλ. δημιουργεί προϋποθέσεις: (α) για την ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων που θεωρούνται απαραίτητα προς αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών μέσα σ’ ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος και, (β) για τη διασφάλιση των ευκαιριών εκείνων, που είναι αναγκαίες προς ανάδειξη και επιτυχή σταδιοδρομία όσων έχουν ικανότητες και προσόντα για κάτι τέτοιο. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτή τη λειτουργία, η Κοινωνική Δικαιοσύνη μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, ως νέο πρότυπο αντεγκληματικής πολιτικής.