Δυνατότητα αντικατάστασης του διορισθέντος για την άσκηση εταιρικής αγωγής ειδικού εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας για σπουδαίο λόγο κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Σπουδαίο λόγο αποτελεί κάθε γεγονός που σχετίζεται με την προσήκουσα εκπλήρωση των καθηκόντων του ειδικού εκπροσώπου ή γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι η εξακολούθηση της διαχειριστικής εξουσίας του εκπροσώπου δεν είναι ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη.
H πολυδιάστατη προβληματική που αναπτύσσεται στην μελέτη καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την έννοια του παρανόμου, το βεληνεκές αδικοπρακτικής, ενδοσυμβατικής και προσυμβατικής ευθύνης, τα όρια της ερμηνείας των συμβάσεων (εξηγητικής και συμπληρωτικής), όπως επίσης και την κατ’ εξαίρεσιν δυνατότητα απόκλισης από την θεμελιώδη αρχή της σχετικότητας των ενοχών, ζητήματα που έχουν και έντονη συνταγματική αλλά και δικαιοφιλοσοφική χροιά.
Σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται στην μελέτη, η διάταξη του άρθρου 497 παρ. 7 ΚΠΔ συνάδει απολύτως προς το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου και διασφαλίζει την επιβαλλομένη ισορροπία και συμμετρία της ποινικής διαδικασίας έναντι σφαλερών και υπέρμετρων προσβολών των εννόμων αγαθών και των ατομικών δικαιωμάτων τού πρωτοδίκως καταδικασθέντος κατηγορουμένου, αποτρέποντας, σε κάθε περίπτωση, την παραβίαση της υπερνομοθετικής ισχύος αρχής της αναλογικότητας. Τα ειδικότερα ερμηνευτικά προβλήματα που αναφύονται κατά την εφαρμογή της επίμαχης διατάξεως αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
Επί αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου, το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου δεν συνεπάγεται την αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, η οποία να προεξοφλεί έκβαση της πολιτικής δίκης σύμφωνη με την εκδοθείσα αθωωτική απόφαση και να οδηγεί κατ’ ανάγκην σε αποκλεισμό της ενδεχόμενης αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος.
Ποινική ευθύνη υπουργών. Η άσκηση ποινικής δίωξης από την Βουλή για εγκλήματα τελεσθέντα από υπουργούς κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους δεν συνεπάγεται εκκρεμοδικία ως προς τα εγκλήματα τα οποία οι υπουργοί τέλεσαν ως ιδιώτες (π.χ. νομιμοποίηση εσόδων προερχόμενων από εγκλήματα τελεσθέντα υπό την υπουργική ιδιότητα).
Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά πλέον καθεαυτόν λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας σύμφωνα με το άρθρο 346 ΑΚ, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο να κρίνει ότι ο συγκεκριμένος οφειλέτης της χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, αναφέροντας τούτο ρητά στο κείμενο της απόφασής του.