Η ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας σε τρίτον γίνεται μετά από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικώς της καταλληλότητας του τρίτου και στηρίζεται υποχρεωτικά σε βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας. Κατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται τέτοια βεβαίωση όταν η άσκηση της γονικής μέριμνας ανατίθεται σε Οργανισμούς ή Ιδρύματα που από το καταστατικό τους έχουν καθήκον να υπηρετούν, να περιθάλπουν και να ανατρέφουν ανήλικα τέκνα που βρίσκονται σε κίνδυνο.
Η διάταξη του άρ. 273 εδ. β΄ πΠΚ, με την οποία απαιτείτο για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος να μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, είναι δυσμενέστερη από την αντίστοιχη διάταξη του νΠΚ, αφού με την τελευταία απαιτείται για την κατάφαση του αδικήματος να προέκυψε ο κίνδυνος για άνθρωπο, αν δε δεν προκύψει κάποιος κίνδυνος, η πράξη καθίσταται ανέγκλητη και μπορεί ενδεχομένως να τιμωρηθεί ως φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο η ευμενέστερη διάταξη και κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος, αφού καταδικάσθηκε επειδή θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος από το ετοιμόρροπο ακίνητό του.
Στην μελέτη γίνεται δεκτή η θέση ότι στους λόγους αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων του άρθρου 14 παρ. 2 περ. στ’ και 3 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έδει τελικώς να παραμείνει και ο Εισαγγελέας. Η εν τέλει απάλειψη αυτού, που επήλθε με τον νόμο 4637/2019, κρίνεται εσφαλμένη, καθώς ο αποκλεισμός στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. στ’ πρέπει να είναι απόλυτος και άνευ όρων και αιρέσεων, όπως άλλωστε είναι και στα άρθρα 14 παρ. 3 και 522 του ίδιου Κώδικα. Υιοθετείται επομένως η άποψη ότι ο μη αποκλεισμός και του Εισαγγελέως στις ως άνω περιπτώσεις, όπως και ο μη απόλυτος, αλλά υπό όρους και αιρέσεις αποκλεισμός, παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Υποστηρίζεται, τέλος, ότι είναι επιβεβλημένη de lege ferenda η τροποποίηση των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 2 περ. στ’, 3 και 522 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Παραπέμπεται να δικασθεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως η κατηγορουμένη, μητέρα νεογνού, η οποία σε καλή ψυχική κατάσταση, δεκαέξι ώρες μετά τον τοκετό, εξήλθε κρυφά από την μαιευτική κλινική, περιπλανήθηκε με το αυτοκίνητό της σε παραθαλάσσια περιοχή και, αφότου θήλασε το νεογνό, το έριξε ζωντανό στην θάλασσα. Απορρίπτεται ο αυτοτελής ισχυρισμός περί του ότι συντρέχει το αδίκημα της παιδοκτονίας.
Τα κοσμήματα αποτελούν έργα που συνδυάζουν περισσότερα χαρακτηριστικά: έχουν αισθητικό αποτέλεσμα, που σε ένα βαθμό τα συνδέει με τα έργα τέχνης, έχουν πρακτική χρησιμότητα, που τα κατατάσσει στα χρηστικά αντικείμενα και εμπορικό σκοπό, που τα εντάσσει στην έννοια των καταναλωτικών προϊόντων. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται να αποσαφηνιστεί σε ποια κατηγορία έργων πνευματικής ιδιοκτησίας μπορούν να υπαχθούν τα κοσμήματα και ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της πρωτοτυπίας τους, αφού συνεκτιμηθούν τα δεδομένα όχι μόνο της ελληνικής νομολογίας, αλλά και της νομολογίας του ευρωπαϊκού δικαστηρίου.
Απορρίπτεται η κρινόμενη έφεση του Εισαγγελέως Εφετών κατ’ αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, με την οποία δόθηκε γνωμοδότηση να μην εκτελεσθεί κατά του εκζητουμένου το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εξεδόθη εναντίον του από τις δικαστικές αρχές της Γερμανίας, προκειμένου να δικαστεί για “ιδιαιτέρως σοβαρή περίπτωση απάτης”, διετάχθη δε η άρση των επιβληθέντων στον εκζητούμενο περιοριστικών όρων, διότι οι πράξεις τελέσθηκαν εν μέρει στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, χωρίς να έχει έννομη επιρροή η μη άσκηση σχετικής ποινικής δίωξης εναντίον του εκζητουμένου στην Ελλάδα.
Η μελέτη διερευνά το περιθώριο εφαρμογής των διατάξεων για την τακτική και την έκτακτη χρησικτησία επί προσώπων που κατά την κτήση της νομής έχουν καταστεί κύριοι με παράγωγο τρόπο, εν συνεχεία όμως κινδυνεύουν να στερηθούν (μέσω της οδού του αδικαιολόγητου πλουτισμού) την κυριότητά τους λόγω της ανατροπής της ενοχικής δικαιοπραξίας που αποτελεί την αιτία της εκποίησης.
Διατάσσεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του εκκαλούντος-εκζητουμένου, υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος, μετά από ακρόασή του και εφόσον καταδικασθεί από γερμανικό δικαστήριο, θα διαμεταχθεί στην Ελλάδα για να εκτίσει όποια ποινή ή μέτρο ασφαλείας θα απαγγελθεί εις βάρος του, αφού απεδείχθη ότι είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας επί είκοσι εννέα έτη. Απορρίπτεται ως αβάσιμο το αίτημα του εκζητουμένου για αναβολή της παράδοσής του στις γερμανικές αρχές, λόγω ύπαρξης ανεκτέλεστης εις βάρος του καταδικαστικής αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου για παράβαση του νόμου περί επιταγών, διότι η ποινική απαξία της ανωτέρω πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξης είναι σαφώς κατώτερη αυτής των κακουργηματικού χαρακτήρα πράξεων που του αποδίδονται με το ένδικο ένταλμα.