Ο δανειστής δεν υφίσταται βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ όταν δεν ήταν σε θέση ήδη πριν από την επίδικη απαλλοτρίωση να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση της απαίτησής του (όπως π.χ. όταν το εκποιηθέν ακίνητο ήταν σε τέτοια έκταση βεβαρημένο με εμπράγματες ασφάλειες τρίτων προγενέστερης τάξης, ώστε να πιθανολογείται βάσιμα η αδυναμία ικανοποίησης και του ενάγοντος).
Απαλλάσσονται οι κατηγορούμενοι για κατά συναυτουργίαν νομιμοποίηση εσόδων, προερχομένων από αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ’ άρ. 19 του Ν. 2523/1997 (άρ. 66 παρ. 5 εδ. α΄ του Ν. 4174/2013) κατ’ εξακολούθησιν, αφού το ως άνω βασικό αδίκημα είχε τελεσθεί για την μετέπειτα διάπραξη φοροδιαφυγής περί τον ΦΠΑ κατ’ άρ. 66 παρ. 1 στοιχ. β΄, 3 του Ν. 4174/2013, με αποτέλεσμα να μην θεμελιώνεται η αντικειμενική υπόσταση του κατ’ άρ. 4 περ. στ΄ του Ν. 4557/2018 εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων.
Η μελέτη ασχολείται κυρίως με τον εντοπισμό και την ειδικότερη αξιολόγηση του κινδύνου που ενέχουν τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Παράλληλα, εξετάζονται τα λοιπά ζητήματα που σχετίζονται με την πιθανή καθιέρωση ευθύνης από διακινδύνευση λόγω αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης, όπως είναι ο προσδιορισμός των εννόμων αγαθών που χρήζουν προστασίας, καθώς και η κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου.
Στην μελέτη εξετάζεται το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 49 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, αναζητείται δε το κριτήριο με βάση το οποίο μπορεί να θεμελιωθεί η αυτουργία του φορέα της ιδιαίτερης ιδιότητας που προβλέπεται σε αυτήν. Μετά την παράθεση των απόψεων που έχουν υποστηριχθεί στην ελληνική ποινική θεωρία και με βάση τα χαρακτηριστικά των εγκλημάτων καθήκοντος, υποστηρίζεται ότι το άρθρο 49 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ εφαρμόζεται και όταν ο φορέας της ιδιαίτερης ιδιότητας συμβάλλει στην τέλεση του εγκλήματος με ασήμαντες εκ πρώτης όψεως συμμετοχικές πράξεις. Στην συνέχεια απορρίπτεται η θέση ότι το κριτήριο της παραβίασης του καθήκοντος από τον φορέα της ιδιαίτερης ιδιότητας μπορεί να τεθεί ως αποκλειστική βάση για την θεμελίωση της αυτουργίας του κατά το άρθρο 49 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ. Υποστηρίζεται, τέλος, ότι για την θεμελίωση της αυτουργίας του κατά την διάταξη αυτή το κριτήριο της παραβίασης του καθήκοντος θα πρέπει να συνδυασθεί με εκείνο της κυριαρχίας επί του εγκληματικού συμβάντος.
Στην περίπτωση προκήρυξης διαγωνισμού για την πρόσληψη εργαζομένων, αν τελικά δεν πληρωθούν όλες οι προκηρυχθείσες θέσεις, ο αποτυχών υποψήφιος δεν καταλαμβάνει αυτοδικαίως μία από αυτές, εκτός αν από την προκήρυξη, όπως αυτή ερμηνεύεται με βάση τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, συνάγεται ότι οι κενές θέσεις θα συμπληρώνονται από τους επόμενους κατά την σειρά κατάταξης υποψήφιους (επιλαχόντες)
Αν κατά την αξιολόγηση αποδεικτικού υλικού που προέρχεται από νόμιμη άρση του απορρήτου προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι ύποπτοι, των οποίων οι τηλεφωνικές συνομιλίες παρακολουθούνται και καταγράφονται από τις αρμόδιες αρχές, τελούν και άλλα σοβαρά εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται εκ του νόμου η δυνατότητα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, το εν λόγω υλικό συναξιολογείται για την διερεύνηση των σχετικών υποθέσεων. Γίνεται δεκτό το κατ’ άρ. 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 υποβληθέν αίτημα και διατάσσεται η χρήση σε νέα υπόθεση μέρους του αποδεικτικού υλικού που συνελέγη στο πλαίσιο προηγούμενης υπόθεσης σχετικά με εγκλήματα του Ν. 4139/2013 και του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ κατόπιν άρσεως τηλεφωνικού απορρήτου, αφού η διερεύνηση της νέας υπόθεσης αναφορικά με το έγκλημα της παραποίησης ταξιδιωτικών εγγράφων (άρ. 29 παρ. 5 του Ν. 4251/2014) θα ήταν ειδάλλως αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η λειτουργική προσέγγιση των εννοιών "περιουσία" και "επιχείρηση", καθώς και η σκιαγράφηση των προβλημάτων που συνδέονται με τη νομική διαχείριση των δύο εν λόγω περιουσιακών συνόλων.