Στην μελέτη επιχειρείται να καταδειχθεί ότι στις συμβάσεις διανομής, απλής ή αποκλειστικής, ή εμπορικής αντιπροσωπείας, ή γενικά έμμισθης εντολής, η ανήθικη, καταχρηστική ή αναίτια καταγγελία είναι ανίσχυρη, χωρίς αντίκτυπο στο κύρος της σύμβασης, η οποία έτσι παραμένει σε ισχύ. Η αντίθετη κρατούσα γνώμη, που αναγνωρίζει «υπερ-δικαίωμα» καταγγελίας, χωρίς προϋποθέσεις κύρους αυτής, θα έπρεπε, ίσως, να αναθεωρηθεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την περαιτέρω λειτουργία της σύμβασης και την αποζημίωση που θα οφείλει ο συμβαλλόμενος που κατήγγειλε τη σύμβαση. Μόνον έτσι η δεσμευτική ισχύς της σύμβασης θα αποκτήσει νόημα και θα υπηρετηθούν οι θεμελιώδεις για το δίκαιό μας αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Τα τυχόν πρακτικά ζητήματα που θα ανακύψουν μπορούν να επιλυθούν με τον ίδιο τρόπο όπως σε κάθε άλλη περίπτωση διάρρηξης της προϋποτιθέμενης, ιδιαζόντως στενής, συνεργασίας και εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων.
Δείτε περισσότερα εδώ.