Αν κατά την αξιολόγηση αποδεικτικού υλικού που προέρχεται από νόμιμη άρση του απορρήτου προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι ύποπτοι, των οποίων οι τηλεφωνικές συνομιλίες παρακολουθούνται και καταγράφονται από τις αρμόδιες αρχές, τελούν και άλλα σοβαρά εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται εκ του νόμου η δυνατότητα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, το εν λόγω υλικό συναξιολογείται για την διερεύνηση των σχετικών υποθέσεων. Γίνεται δεκτό το κατ’ άρ. 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 υποβληθέν αίτημα και διατάσσεται η χρήση σε νέα υπόθεση μέρους του αποδεικτικού υλικού που συνελέγη στο πλαίσιο προηγούμενης υπόθεσης σχετικά με εγκλήματα του Ν. 4139/2013 και του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ κατόπιν άρσεως τηλεφωνικού απορρήτου, αφού η διερεύνηση της νέας υπόθεσης αναφορικά με το έγκλημα της παραποίησης ταξιδιωτικών εγγράφων (άρ. 29 παρ. 5 του Ν. 4251/2014) θα ήταν ειδάλλως αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η λειτουργική προσέγγιση των εννοιών "περιουσία" και "επιχείρηση", καθώς και η σκιαγράφηση των προβλημάτων που συνδέονται με τη νομική διαχείριση των δύο εν λόγω περιουσιακών συνόλων.
Η μελέτη εστιάζει στην ύλη των μειωμένων πλαισίων ποινής (άρθρο 83 ΠΚ), στην οποία οι νομοθετικές παρεμβάσεις με τον νέο ΠΚ υπήρξαν στοχευμένες, και στη συρροή των λόγων μείωσης της ποινής (άρθρο 85 ΠΚ), όπου ο νομοθέτης πέτυχε ταυτόχρονα να σεβαστεί την αρχή της αναλογικότητας και να μη στερήσει από το δικαστή τη δυνατότητα να επιμετρήσει μια ανάλογη προς το άδικο και την ενοχή υψηλή ενδεχομένως ποινή, σύμφωνα με τα άρθρα 79-81 ΠΚ. Η μελέτη, καταγράφοντας τις μεταβολές που έχουν επέλθει από το προϊσχύσαν δίκαιο, αναζητεί στο ποινικό δόγμα απαντήσεις στα νομικά ζητήματα που ανέκυψαν στη δικαστηριακή πρακτική.
Η παραίτηση του κληρονόμου από το δικαίωμά του να προβάλει την ακυρότητα της διαθήκης με αναγνωριστική αγωγή, δεν καθιστά έγκυρη την διαθήκη, αλλά ενδέχεται να αποτελεί εξώδικη ομολογία ως προς την ανυπαρξία ελαττωμάτων που συνεπάγονται ακυρότητα.
Ορθώς απερρίφθησαν οι αντιρρήσεις του καταδικασθέντος σε συνολική ποινή κάθειρξης 29 ετών, με καθορισθείσα εκτιτέα ποινή κάθειρξης 25 ετών, για τις αξιόποινες πράξεις της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και της εκβίασης κατά συναυτουργία, κατ’ εξακολούθησιν, κατά συρροή, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, ως προς το ύψος της συνολικής εκτιτέας ποινής, αφού δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η νεότερη επιεικέστερη διάταξη του άρ. 94 παρ. 1 εδ. γ΄ νΠΚ, με την οποία καθορίζονται ως ανώτατο εκτιτέο όριο επί συρροής εγκλημάτων τα 20 έτη, διότι η επίμαχη ρύθμιση άρχισε να ισχύει μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης.
Η μελέτη διερευνά την παραμελημένη στην ελληνική νομική επιστήμη σχέση μεταξύ δικαίου και ψηφιακής τεχνολογίας. Ως ερέθισμα χρησιμοποιείται η πρόσφατη απόφαση του ΔικΕΕ στην υπόθεση VG Bild Kunst στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας (inline linking), το κύριο πόρισμα της οποίας, δηλαδή η δικαιοπρακτική νοηματοδότηση των τεχνολογικών μέτρων προστασίας και πρόσβασης, μεταφέρεται στο δίκαιο των συμβάσεων.