Σκοπός της μελέτης είναι να επιβεβαιωθούν οι «γνωστές» και να φωτιστούν οι «άγνωστες» πτυχές της φύσης και της λειτουργίας της εγγυοδοσίας κατά τον Αστικό Κώδικα. Η εγγυοδοσία είναι σε μεγάλο βαθμό ένας «άγνωστος» θεσμός του Αστικού Κώδικα. Μολονότι πολυάριθμες διατάξεις προβλέπουν την «παροχή ασφάλειας» από ορισμένο πρόσωπο (εγγυοδότη) προς εξασφάλιση ενός άλλου προσώπου (εγγυολήπτη) για την περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί μία ουσιαστικού δικαίου αξίωση του τελευταίου, εν τούτοις η ρύθμισή της είναι ελλιπής και αποσπασματική. Και τούτο, διότι απουσιάζει τόσο ένα γενικό μέρος της εγγυοδοσίας, συστηματικά ενταγμένο στον Αστικό Κώδικα, όσο και ειδικές ρυθμίσεις για το περιεχόμενό της.
Η διάκριση της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης από την ποινική ρήτρα είναι ένα σύνθετο ερμηνευτικό πρόβλημα που εμφανίζει δύο πτυχές. Καταρχάς, αμφισβητείται κατά πόσο η αποζημιωτική ρήτρα είναι πράγματι επιτρεπτή στο ελληνικό δίκαιο. Δεύτερον, εφόσον γίνει δεκτή η εγκυρότητα του εν λόγω συναλλακτικού μορφώματος, τίθεται εν συνεχεία το ζήτημα οριοθέτησής του από την ποινική ρήτρα. Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να δώσει απάντηση η παρούσα μελέτη.