Στην παρούσα μελέτη αναδεικνύονται, εν πρώτοις, τα δικαιοφιλοσοφικά θεμέλια της ανάγκης προστασίας του ασθενέστερου μέρους, με αναγωγή στις κεντρικές έννοιες της ιδιωτικής αυτονομίας, της ελευθερίας των συμβάσεων και των εγγενών ορίων αυτής, καθώς επίσης και του νομικού πατερναλισμού. Διαπιστώνεται ότι η όλη συζήτηση περί την ηλεκτρισμένη σχέση μεταξύ ιδιωτικής αυτονομίας και πατερναλισμού καταλήγει, εν τέλει, στο ερώτημα μέχρι ποίου σημείου επιτρέπεται μία έννομη τάξη να περιορίζει την ιδιωτική αυτονομία προς το συμφέρον του ιδίου του ατόμου που αναπτύσσει μία βλαπτική ή, έστω, κινδυνώδη για το ίδιο δραστηριότητα. Η μελέτη κλείνει με κάποιες καταληκτικές παρατηρήσεις, οι οποίες αφορμώνται από την παραδοχή ότι η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας διατηρεί μεν σήμερα την πρωτοκαθεδρία της, παράλληλα όμως πρέπει να ανέχεται ετερόνομες διορθωτικές παρεμβάσεις στις περιπτώσεις ιδίως εκείνες που η συμβατική ελευθερία εμφανίζεται, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, σημαντικά διαβρωμένη.
Στο πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης εξετάζεται κατά πόσο η αξίωση του άρθρου 1400 ΑΚ συνιστά έννομη σχέση δεκτική συμβιβασμού, καθώς και η συνδρομή του στοιχείου των αμοιβαίων υποχωρήσεων των μερών ως προϋπόθεσης για την κατάρτιση της σύμβασης συμβιβασμού κατά την AK 871. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης επιχειρείται η (κριτική) παρουσίαση των επιχειρημάτων της ΜΕφΘεσ 745/2021 αναφορικά με τη νομική φύση της επίδικης αναγνώρισης χρέους ως αφηρημένης, κατά την έννοια των άρθρων 873-875 ΑΚ.
Σκοπός της μελέτης είναι να επιβεβαιωθούν οι «γνωστές» και να φωτιστούν οι «άγνωστες» πτυχές της φύσης και της λειτουργίας της εγγυοδοσίας κατά τον Αστικό Κώδικα. Η εγγυοδοσία είναι σε μεγάλο βαθμό ένας «άγνωστος» θεσμός του Αστικού Κώδικα. Μολονότι πολυάριθμες διατάξεις προβλέπουν την «παροχή ασφάλειας» από ορισμένο πρόσωπο (εγγυοδότη) προς εξασφάλιση ενός άλλου προσώπου (εγγυολήπτη) για την περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί μία ουσιαστικού δικαίου αξίωση του τελευταίου, εν τούτοις η ρύθμισή της είναι ελλιπής και αποσπασματική. Και τούτο, διότι απουσιάζει τόσο ένα γενικό μέρος της εγγυοδοσίας, συστηματικά ενταγμένο στον Αστικό Κώδικα, όσο και ειδικές ρυθμίσεις για το περιεχόμενό της.
Η διάκριση της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης από την ποινική ρήτρα είναι ένα σύνθετο ερμηνευτικό πρόβλημα που εμφανίζει δύο πτυχές. Καταρχάς, αμφισβητείται κατά πόσο η αποζημιωτική ρήτρα είναι πράγματι επιτρεπτή στο ελληνικό δίκαιο. Δεύτερον, εφόσον γίνει δεκτή η εγκυρότητα του εν λόγω συναλλακτικού μορφώματος, τίθεται εν συνεχεία το ζήτημα οριοθέτησής του από την ποινική ρήτρα. Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να δώσει απάντηση η παρούσα μελέτη.