Αναιρείται, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του άρ. 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 και του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ, η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση για χωρίς δικαίωμα επεξεργασία και ανακοίνωση σε τρίτους ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διότι κρίθηκε ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη, λόγω κατάργησης της προβλεπόμενης στο άρ. 7 του ως άνω νόμου υποχρέωσης λήψης άδειας από την Αρχή για την επεξεργασία, αφού η επίμαχη διάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της νομοτυπικής περιγραφής του αδικήματος του άρ. 22 παρ. 4 του ως άνω νόμου, αλλά τμήμα των διοικητικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του νόμου αυτού, η δε αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης διάταξης δεν καταλαμβάνει “εξωποινικές” ρυθμίσεις.
Στη μελέτη ιδιαίτερα αναδεικνύεται η αναγκαιότητα προστασίας του λήπτη της άδειας χρήσης (αδειούχου) άυλου αγαθού, με στόχο την διασφάλιση της σταθερότητας των παραχωρούμενων αδειών εκμετάλλευσης σε κάθε περίπτωση ανατροπής της συμβατικής σχέσης, ιδίως σε περίπτωση υπαγωγής του δικαιούχου σε διαδικασία αφερεγγυότητας.
Αιτιολογημένως απερρίφθη ο ισχυρισμός ότι η συκοφαντική δυσφήμηση δεν είναι πράξη αξιόποινη κατά τους αγγλικούς νόμους και δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί το άρ. 7 ΠΚ, αφού τόπος τέλεσης της άδικης πράξης ήταν η Ελλάδα, όπου βρίσκονταν οι χρήστες προς τους οποίους απηύθυναν οι κατηγορούμενοι το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα, οπότε εφαρμοστέο ήταν το άρ. 5 ΠΚ και όχι το άρ. 7 ΠΚ.
Η γνωμοδότηση εξετάζει ορισμένα από τα ζητήματα που ανακύπτουν από την αναγνώριση «εξωενωσιακών» διαδικασιών αφερεγγυότητας στο πλαίσιο του καθεστώτος του Πρότυπου Νόμου της Uncitral, όπως την τύχη των –φιλικών προς τον οφειλέτη– αμερικανικών πτωχευτικών διαδικασιών, την εναρμόνιση της ανεξαρτησίας των πτωχεύσεων με την ανάγκη συνεκτίμησης της ομιλικής δράσης και το συνακόλουθο εντοπισμό ομιλικού κέντρου κυρίων συμφερόντων, κ.ά.
Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται το ζήτημα του φαινομένου “stalking”. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται αρχικώς στην εμπειρική διάσταση του φαινομένου, ώστε να γίνει κατανοητός ο εγκληματολογικός του φαινότυπος. Στην συνέχεια επιχειρείται μια ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθρο 333 παρ. 1 εδ. β΄ του Ποινικού Κώδικα, με έμφαση στην ανάλυση των βασικών στοιχείων της αντικειμενικής του υπόστασης.
Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για χωρίς δικαίωμα διατήρηση (αποθήκευση) ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κατ’ εξακολούθησιν και μετάδοση-ανακοίνωση των τελευταίων ο αναιρεσείων, ο οποίος προέβη στην καταγραφή και μαγνητοσκόπηση, διά της χρήσεως ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητού τηλεφώνου, οπτικοακουστικού υλικού με τις ερωτικές συνευρέσεις του με την εγκαλούσα, χωρίς την συγκατάθεσή της, διατήρησε τα εν λόγω αρχεία και στην συνέχεια μετέδωσε-ανακοίνωσε δύο εξ αυτών, αναρτώντας τα διαδικτυακά σε ιστοσελίδα, με αποτέλεσμα την δυνατότητα παρακολούθησής τους από απροσδιόριστο αριθμό χρηστών του διαδικτύου, η δε εν γένει επεξεργασία των δεδομένων δεν εμπίπτει σε οιαδήποτε από τις εξαιρέσεις που αναγράφονται στον νόμο, ούτως ώστε να μην απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.