Πώληση επιχείρησης συνιστά και η μεταβίβαση όλων των μετοχών ή των μεριδίων της κεφαλαιουχικής ή προσωπικής εταιρείας που είναι φορέας της επιχείρησης ή η απόκτηση από τρίτον της πλειοψηφίας των μετοχών/μεριδίων, έτσι ώστε να ελέγχεται η εταιρεία και να είναι δυνατή η τροποποίηση του καταστατικού της. Στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι αναγκαία η μεταβίβαση και των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης.
Αθωώνεται η πρώτη κατηγορουμένη για τις πράξεις της παράνομης εξόδου από την χώρα και της κατοχής και χρήσης πλαστού ταξιδιωτικού εγγράφου, διότι, μη συντρεχουσών των νομίμων προϋποθέσεων, δεν μπορεί μεν να της αποδοθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα, πλην όμως η τελευταία τέλεσε τις ανωτέρω πράξεις, προκειμένου να αποτρέψει τον παρόντα και άλλως αναπότρεπτο κίνδυνο που διατρέχει, δίχως υπαιτιότητά της, αφού εάν επιστρέψει στην Τουρκία, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη λόγω των καταδικαστικών αποφάσεων εις βάρος της και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης που υπέστη κατά την κράτησή της (απομόνωση, ξυλοδαρμός, βιασμός), ευρισκομένη δηλαδή σε κατάσταση ανάγκης, αίρουσα το κατ’ αρχήν άδικο των ανωτέρω πράξεων (άρ. 25 παρ. 1 ΠΚ).
Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ της χρονολογίας επίδοσης του δικογράφου που αναγράφεται στην έκθεση επίδοσης και εκείνης που σημειώνεται επί του επιδιδόμενου εγγράφου, υπερισχύει η χρονολογία της έκθεσης μόνο εφόσον έτσι ωφελείται εκείνος προς τον οποίο έγινε η επίδοση.
Απορρίπτεται ο λόγος της προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, με τον οποίο ο κατηγορούμενος επικαλείται παραβίαση του άρ. 46 παρ. 4 ΚΠΔ εκ του γεγονότος ότι οι περιεχόμενες στην δικογραφία ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις ελήφθησαν με παραγγελία του εισαγγελέως και όχι με πρωτοβουλία του εγκαλούντος, αφού αφενός μεν στην διάταξη του άρ. 46 παρ. 4 ΚΠΔ δεν προβλέπεται κύρωση για την παράλειψη της προσκόμισης αποδεικτικών μέσων από τον εγκαλούντα, αφετέρου δε στην ποινική δίκη ο εισαγγελεύς οφείλει να αναζητεί ο ίδιος την αλήθεια, ανεξαρτήτως των στοιχείων που επικαλούνται οι διάδικοι.
Αδικοπρακτική ευθύνη ενυπόθηκου δανειστή που αρνείται αδικαιολόγητα και κακόβουλα να συναινέσει στην εξάλειψη υποθήκης, με την οποία ασφαλίζεται αποσβεσθείσα πλέον απαίτησή του. Στην αποκαταστατέα ζημία του οφειλέτη περιλαμβάνεται και εκείνη που επέρχεται λόγω της αδυναμίας ή της περιορισμένης δυνατότητάς του να διαθέσει το φερόμενο εσφαλμένως ως βεβαρημένο ακίνητό του.
Διατάσσεται η οριστική παύση της ασκηθείσας ποινικής διώξεως εις βάρος της κατηγορουμένης για υπεξαίρεση, έχουσα χαρακτήρα υφαιρέσεως, καθόσον τελέσθηκε από αδελφή εις βάρος της αδελφής και του συζύγου της τελευταίας, διότι για την άσκηση της ποινικής δίωξης ήταν απαραίτητη η εμπρόθεσμη υποβολή εγκλήσεως εκ μέρους των παθόντων, πλην όμως οι τελευταίοι, παρά το γεγονός ότι είχαν λάβει γνώση της τελεσθείσας εις βάρος τους υπεξαιρέσεως ήδη από τις 11.4.2013, υπέβαλαν έγκληση εις βάρος της κατηγορουμένης στις 14.1.2015, ήτοι πέραν του προβλεπόμενου από το άρ. 117 παρ. 1 ΠΚ τριμήνου, γεγονός που κατέστησε την εν λόγω έγκληση ισοδύναμη με σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα εγκλήσεως, ενώ δεν επικαλέσθηκαν λόγους ανωτέρας βίας που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη υποβολή της, ώστε να τίθεται ζήτημα αναστολής της τρίμηνης προθεσμίας.
Η πραγματοποίηση τηλεφωνικών κλήσεων παρά την δηλωθείσα νομότυπα αντίθεση του αποδέκτη τους συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου, και συγκεκριμένα των εκφάνσεων της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και της ιδιωτικότητας του ατόμου, και γεννά υπέρ του προσβληθέντος αξίωση χρηματικής ικανοποίησης βάσει του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 3471/2006.
Παύει οριστικώς η ποινική δίωξη για το πλημμέλημα της χρήσης πλαστού εγγράφου, πράξη φερομένη ως τελεσθείσα στην αλλοδαπή στις 8.3.2010 από την κατηγορουμένη, η οποία επέδειξε πλαστή σύμβαση εργασίας στον εκπρόσωπο του παθόντος σωματείου, προκειμένου να τον παραπλανήσει για την γνησιότητά της, διότι, ενώ απαιτείτο νομότυπη και εμπρόθεσμη έγκληση και παρά το γεγονός ότι το παθόν σωματείο γνώριζε από τις 12.3.2010 την αποδιδόμενη στην κατηγορουμένη πράξη, το τελευταίο κατέθεσε την έγκλησή του στις 25.7.2012, ήτοι σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου, με αποτέλεσμα την εξάλειψη του αξιοποίνου της εν λόγω πράξεως.