Επίδραση αμετάκλητης καταδίκης για φοροδιαφυγή στην έκβαση διοικητικής διαδικασίας για την ίδια παράβαση. Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem
Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αρχής ne bis in idem κατά το άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ. Έννοια “ιδίου ιστορικού γεγονότος” στο οποίο πρέπει να αφορά η δεύτερη διαδικασία. Κατ’ εφαρμογή του άρ. 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου ΠρωτΕΣΔΑ παρεμποδίζεται η έναρξη ή η εξακολούθηση διοικητικής διαδικασίας ή δίκης που άγει σε επιβολή κυρώσεως για φορολογική παράβαση, όταν για την αυτή συμπεριφορά έχει περατωθεί αμετακλήτως η αντίστοιχη ποινική διαδικασία. Για ποιον λόγο το δημόσιο συμφέρον πρόληψης και καταστολής των φορολογικών παραβάσεων συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της αρχής ne bis in idem με βάση το ενωσιακό δίκαιο. Εφόσον για την εφαρμογή και την επιβολή της φορολογικής νομοθεσίας είναι αρμόδια η εκτελεστική εξουσία, η δε νομιμότητα των πράξεων της τελευταίας ελέγχεται από τα διοικητικά δικαστήρια κατά την αρχή του “φυσικού” δικαστή, η ποινική δίκη επιβάλλεται να έπεται της τελεσίδικης επί της ουσίας κρίσεως της υποθέσεως από τον διοικητικό δικαστή· ποιες συνέπειες θα επέρχονταν στην αντίθετη περίπτωση. Εφόσον η επιβληθείσα ποινική κύρωση θεωρείται υπερβολικά ελαφριά σε σχέση με την παράβαση, ο διοικητικός δικαστής δεν δεσμεύεται από την ποινική απόφαση και, επομένως, δεν τερματίζει την ενώπιόν του διαδικασία με ακύρωση της πράξης επιβολής προστίμου. Απορρίπτεται η υπό κρίσιν έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ως αβάσιμη, καθόσον κρίνεται ότι η επιβληθείσα εις βάρος του εφεσιβλήτου ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε μηνών με αναστολή για το αδίκημα της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων (δύο ΤΠΥ μικτής αξίας 70.800 ευρώ έκαστο) παρίσταται ικανή να καταστείλει κατά τρόπο αποτελεσματικό, αποτρεπτικό και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας την αντίστοιχη διοικητική παράβαση που του αποδόθηκε, κατά συνέπεια δε ορθώς ακυρώθηκε η ένδικη πράξη επιβολής προστίμου με την εκκαλούμενη απόφαση.
Δείτε περισσότερα εδώ.